Κατά τη διάρκεια της διετίας 1950-1951, μία επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας, με επικεφαλής τον Este Kefauver, γερουσιαστή από το Τεννεσί, ερεύνησε το οργανωμένο έγκλημα στις ΗΠΑ. Καταφέρθηκε σφοδρότατα εναντίον της νομιμοποίησης του τζόγου. «Η διάθεση υπέρογκων ποσών και το κίνητρο του ελέγχου της πολιτικής δράσης έχουν ως αποτέλεσμα τζογαδόροι και κακοποιοί να συμμετέχουν πολλές φορές ενεργά στη διακυβέρνηση.
Στις πολιτείες όπου ο τζόγος είναι παράνομος, αυτή η συμμαχία τζογαδόρων, κακοποιών και κυβερνώντων θα έρθει στο φως της δημοσιότητας…. όπου ο τζόγος περιβάλλεται, όμως, από το ένδυμα της ευπρέπειας μέσω της νομιμότητας που απολαμβάνει, δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθούν οι τζογαδόροι και τα χρήματά τους μακριά από την πολιτική».
Με άλλα λόγια, ο τζόγος δεν είναι μόνο διαστροφή, οι τζογαδόροι είναι εξ ορισμού διεφθαρμένοι άνθρωποι, συνυπεύθυνοι για τη διάβρωση του πολιτικού συστήματος.
Η άποψη αυτή δεν είναι καινούργια. Ο Somerset Maugham περιέγραφε το Μονακό ως «ένα ηλιόλουστο μέρος για σκοτεινούς ανθρώπους». Τον καιρό που διενεργήθηκε η έρευνα Kefauver, το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για το Λας Βέγκας. Ωστόσο, ο Moe Dalitz. Συμμορίτης από το Κλίβελαντ και ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου-καζίνο Desert Inn, απάντησε ειρωνικά, όταν ένας φίλος τον ρώτησε για τις λέσχες του:»Πώς μπορούσα να φανταστώ ότι αυτά τα καταγώγια ήταν παράνομα? Σύχναζαν εκεί τόσοι δικαστές και πολιτικοί, που θεώρησα ότι ήταν νόμιμα».
Είναι γνωστό ότι ο τζόγος δεν περιορίζεται στα νόμιμα στέκια, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των ναρκωτικών και του αλκοόλ στις ΗΠΑ πριν από 90 χρόνια, η απαγόρευση σήμερα αποτυγχάνει να βάλει φρένο στις παράνομες δραστηριότητες. Είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τα ποσά που ξοδεύουν Αμερικανοί στον παράνομο τζόγο, ωστόσο υπολογίζεται ότι ανέρχονται στα 380 δις δολάρια. Το διαδίκτυο έδωσε ώθηση στον παράνομο τζόγο, όμως, οι μη υποκείμενες σε κανονισμούς ιστοσελίδες που ελέγχονται συνήθως από offshore εταιρείες, ενέχουν κινδύνους.
Ασφαλώς, η νομιμοποίηση του τζόγου έχει επιπτώσεις. Η εγκληματικότητα και ο παθολογικός τζόγος εμφανίζουν έξαρση στις περιοχές όπου υπάρχουν καζίνο. Το εθνικό συμβούλιο των ΗΠΑ για τα προβλήματα τζόγου εκτιμά ότι το 1% των Αμερικανών ενηλίκων είναι παθολογικοί τζογαδόροι και άλλο ένα 2%-3% δυσκολεύεται να ελέγξει τη συνήθειά του. Το 0,6% των Βρετανών έχει εξάρτηση από τον τζόγο, ενώ πρόκειται συνήθως για άτομα με κακή υγεία, ανύπαντρα, σε διάσταση ή χωρισμένα, και με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Επιπλέον, οι «προβληματικοί» τζογαδόροι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι άνεργοι και είναι επιρρεπείς στις εγκληματικές ενέργειες.
Ο τζόγος θα έχει πάντοτε φανατικούς πολέμιους που θα αντιτίθεται στη νομιμοποίηση του για ηθικούς λόγους. Ο ιστορικός Taylow Branch, υποστηρικτής μιας πρωτοβουλίας για το σταμάτημα του ληστρικού τζόγου, με την ονομασία ‘’Stop Predatory Gambling”, ισχυρίζεται ότι ο τζόγος που χρηματοδοτείται από το κράτος ( λοταρίες και «κουλοχέρηδες») «υποσκάπτει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος, αφού εξαπατά τους πολίτες, δημιουργώντας τους την εντύπωση ότι θα γίνουν πλουσιότεροι, ενώ στην πραγματικότητα θα πληρώνουν τους φόρους των άλλων». Οι εχθροί του τζόγου υποστηρίζουν επίσης ότι ενθαρρύνει τον εθισμό-ένα δυσανάλογο μέρος των κερδών από τους «κουλοχέρηδες» και τα λαχεία προέρχεται από τους φανατικούς παίκτες-και βασίζεται στην άσβεστη ελπίδα για εύκολο και γρήγορο κέρδος.
Εντούτοις, το να υποστηρίζει κανείς ότι τα κράτη ενθαρρύνουν τον εθισμό στον τζόγο, νομιμοποιώντας, φορολογώντας και ρυθμίζοντας τα τυχερά παιχνίδια, είναι σαν να υποστηρίζει ότι εξωθούν τους πολίτες στον αλκοολισμό, νομιμοποιώντας, φορολογώντας και ρυθμίζοντας την κατανάλωση αλκοόλ. Μερικοί άνθρωποι παίζουν μεγάλα ποσά, όπως άλλοι πίνουν πολύ, όμως οι περισσότεροι είναι ικανοί να τα κάνουν και τα δυο με μέτρο, και το κράτος δεν θα έπρεπε να τους εμποδίζει.
Παρόλα αυτά, η δημιουργία ενός ρυθμιστικού καθεστώτος δεν θα είναι εύκολη, κυρίως λόγω των ραγδαίων αλλαγών που σαρώνουν τη βιομηχανία του τζόγου. Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν ένας αιώνας, για να αποδεσμευτεί το Λας Βέγκας από τον έλεγχο των συνδικάτων του οργανωμένου εγκλήματος. Η ιστορία αυτή έχει επηρεάσει τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στο διαδικτυακό τζόγο και τις ώθησε να χειριστούν το ζήτημα πιο συντηρητικά από ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να χρησιμοποιείται η περίπτωση του Λας Βέγκας ως πρόσχημα για αδράνεια ή για την καθολική απαγόρευση των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Οι ημέρες που οι μαφιόζοι διακινούσαν ολόκληρα φορτία με μετρητά μεταξύ Λας Βέγκας,Μαιάμι και Ελβετίας έχουν παρέλθει οριστικά. Αντίθετα με τα πακέτα χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούν στα «επίγεια» καζίνο, τα χρήματα που διακινούνται στο διαδίκτυο αφήνουν πίσω τους καθαρό «ιστορικό». Σήμερα, οι πελάτες δεν κινδυνεύουν, επειδή τζογάρουν στο διαδίκτυο, αλλά επειδή χρησιμοποιούν για αυτό το σκοπό παράνομες ιστοσελίδες, οι οποίες ελέγχονται από εταιρείες που εδρεύουν σε ξένα κράτη, δεν τους παρέχουν την δυνατότητα προσφυγής, σε περίπτωση που πέσουν θύματα εξαπάτησης, και έχουν αποδειχθεί τρωτές στο ηλεκτρονικό έγκλημα και κυρίως στην εκβιαστική απόσπαση χρημάτων μέσω των δικτύων υπολογιστών ζόμπι ( botnets ), που «επιτίθεται» στην ιστοσελίδα και μπλοκάρουν τα στοιχήματα κατά τη διάρκεια αθλητικών γεγονότων μεγάλης κλίμακας. Με την κατάλληλη εποπτεία και νομοθετική ρύθμιση, ο διαδικτυακός τζόγος θα είναι το ίδιο ευάλωτος αναφορικά με τις απάτες και το «ξέπλυμα» χρημάτων, όσο είναι γενικότερα το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Όπως και να έχει, οι εποχές των καθολικών απαγορεύσεων στις ΗΠΑ φαίνεται ότι φτάνουν στο τέλος τους. Η παρέμβαση του ομοσπονδιακού κράτους προκαλεί την ολοένα και διογκούμενη δυσαρέσκεια των πολιτειών, καθώς οι τελευταίες θεωρούν την ρύθμιση του ηλεκτρονικού τζόγου δική τους υπόθεση. Το Ντελάγουερ δεν κατάφερε να πετύχει την άρση της απαγόρευσης που επέβαλε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στα αθλητικά στοιχήματα, το Νιου Τζέρσι ετοιμάζεται για νέο γύρο διαπραγματεύσεων, ενώ εξετάζει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος με σκοπό τη νομιμοποίηση του ηλεκτρονικού τζόγου εντός των συνόρων του.
Η στάση των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στο ζήτημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από ανεκτική έως ολότελα αρνητική, γεγονός που κατέστησε δύσκολη την ευθυγράμμιση των κανονισμών για τον τζόγο με σκοπό τη δημιουργία ενιαίας αγοράς. Υπήρξαν αιτήματα εναρμόνισης, όμως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν δείχνει να έχει επιδιώξει μια πάγια νομολογία, γεγονός που καθιστά ολοένα το αίτημα του κ. Barnier για την κατάρτιση πράσινης Βίβλου.
Η Κίνα δείχνει ευχαριστημένη που οι τζογαδόροι της δραστηριοποιούνται ως επί το πλείστον στο Μακάο, η ιδέα της περιχαράκωσης του τζόγου κερδίζει συνεχώς έδαφος στην Ασία, και υλοποιείται μέσω της ανέγερσης καζίνο σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως η Καμπότζη, ή με τη χρέωση των πολιτών της χώρας και τη δωρεάν είσοδο των ξένων στα καζίνο, όπως στη Σιγκαπούρη.
Η φωνή της λογικής
η Βρετανία φαίνεται να έχει βρει τη σωστή ισορροπία μεταξύ προστατευτισμού και ανεκτικότητας, αναγνωρίζοντας ότι τα άτομα που θέλουν να τζογάρουν θα το κάνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο-ιδίως σήμερα, που το μόνο που χρειάζονται είναι έναν υπολογιστή, μία ευρυζωνική σύνδεση και μία πιστωτική κάρτα. Η διασφάλιση ότι δεν θα πέσουν θύματα απάτης προϋποθέτει την ύπαρξη κανονισμών και τη διενέργεια αυστηρών ελέγχων, καθώς επίσης και την τήρηση της δέσμευσης για την προώθηση μιας ανοικτής αγοράς βασισμένης στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Όλα αυτά θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Όσο για τους επικριτές- και δεν είναι λίγοι αυτοί-, θα ήταν προτιμότερο να προσπαθήσουν να πείσουν τους συμπολίτες τους να ξοδεύουν με μεγαλύτερη σύνεση τα χρήματά τους από το να κάνουν έκκληση στις κυβερνήσεις για την επιβολή σκληρών απαγορεύσεων. Εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται εύκολο: οι πιο δημοφιλείς μορφές τζόγου-«φρουτάκια», λαχεία και παιχνίδια καζίνο-δεν είναι παρά «πεταμένα λεφτά», αφού οι παίκτες είναι πιο πιθανό να χάσουν παρά να κερδίσουν.
Ωστόσο, οι παίκτες που ελέγχουν την αγάπη τους για τον τζόγο θα έπρεπε να μπορούν να ενδίδουν στον κερδοσκοπικό τζόγο, είτε πρόκειται για την αγορά ενός λαχείου, είτε για την αγορά ενός ακινήτου. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο μοιάζουν να αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο αυτό το δικαίωμα ( ή τουλάχιστον, δείχνουν να εκτιμούν τα κέρδη που προέρχονται από τα νόμιμα και φορολογούμενα τυχερά παιχνίδια ). Παγκοσμίως, υπάρχει ολοένα μεγαλύτερη τάση για νομιμοποίηση και νομοθετική ρύθμιση τόσο του διαδικτυακού, όσο και του παραδοσιακού τζόγου. Οι υπερασπιστές των ατομικών ελευθεριών θα είναι ευχαριστημένοι. Και φυσικά, η μπάνκα θα συνεχίζει να κερδίζει.