Από το Λαχείον των Συντακτών μέχρι και το Προ-Πο, τα κλασικά παιχνίδια του κρατικού τζόγου στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από μια σταθερή ένταση ανάμεσα στο αίτημα της εξεύρεσης πόρων για κοινωνικές παροχές διαφόρων ειδών και στην αδιαφάνεια και μεροληπτικότητα της χρήσης αυτών των πόρων. Κι αν οι υπόλοιπες λειτουργίες των τυχερών παιχνιδιών, όπως η ενσωμάτωση στο νέο έθος της ζωής στην πόλη ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού μοιάζουν σημαίνουσες, σήμερα, που η νεοφιλελεύθερη ολοκλήρωση σαρώνει ιδιωτικοποιώντας κι αυτές τις πηγές κοινωνικού πλούτου, τέτοια ερωτήματα μοιάζουν, αν όχι παρωχημένα, σίγουρα πολλαπλώς αφηρημένα.
Είναι Κυριακή 1η Μαρτίου του 1959. Η μέρα περιλαμβάνει το ρίγος της συγκίνησης του ντέρμπι του πρωταθλήματος ανάμεσα στους «αιώνιους αντιπάλους» Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Κι όμως, το ντέρμπι επισκιάζεται από την περιέργεια που έχει επιφέρει στο κοινό των αγώνων ένα νέο παιχνίδι. Λέγεται Προ-Πο, από τα αρχικά των λέξεων Προγνωστικά Ποδοσφαίρου. Σκοπός είναι να προβλέψει ο παίκτης το αποτέλεσμα σε 12 ποδοσφαιρικούς αγώνες που περιλαμβάνονται στο δελτίο. Οι αγώνες είναι επιλεγμένοι από τις μεγάλες ελληνικές κατηγορίες ποδοσφαίρου, ενώ παράλληλα υπάρχουν και δύο από το ιταλικό Καμπιονάτο. Δύο αναπληρωματικοί αγώνες, σε περίπτωση διακοπής κάποιου ή κάποιων από τους δώδεκα, πλαισιώνουν και ολοκληρώνουν την όψη του δελτίου. Δίπλα τους, διαφημίσει μοδάτων προϊόντων της εποχής.
Τα δελτία εκείνης της Κυριακής δεν παίχτηκαν σε πρακτορεία, καθώς το σχετικό σύστημα άργησε λίγο να αναπτυχθεί, αλλά σε συνεργαζόμενα τοπικά κατάστημα ψιλικών, γαλακτοπωλεία κτλ. Και αυτό μόνο στην πρωτεύουσα- η επαρχία έπρεπε να περιμένει το αποτέλεσμα του «πειράματος». Καθόλου άσχημα δεν πήγε η πρώτη φορά: 213.670 στήλες συμπληρώθηκαν και πάνω από 1.000.000 δραχμές εισπράχθηκαν. Τυχερός «δωδεκάρης» υπήρξε μόνο ένας: ο δικηγόρος Νίκος Πάσσαρης που δεν κέρδισε απλώς το υψηλό για την εποχή χρηματικό έπαθλο των 200.000 δραχμών, αλλά έγινε και το πρόσωπο της ημέρας για την επιτυχία του. Στα διασκεδαστικά της πρώτης εκείνης κλήρωσης, οι δύο ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού, Λάκης Πετρόπουλος και Βαγγέλης Πανάκης, που λόγω της ήττας της ομάδας τους, την οποία δεν πρόβλεψαν φυσικά, έμειναν ανάμεσα στους περίπου 50 «εντεκάρηδες». Το κλου της υπόθεσης ήταν ότι ο «δωδεκάρης» μαζί με το χρηματικό ποσό κέρδισε και το βάρος του σε ρύζι. Το παράδοξο αυτό τρόπαιο ήταν ιδέα της εταιρείας «Μπάρμπα Μπεν» που επέλεξε να διαφημιστεί μ’ αυτόν τον τρόπο, προβλέποντας πως τα «προγνωστικά ποδοσφαίρου» είχαν έρθει για να αποτελέσουν μια κεντρική σταθερά στη ζωή του νεοέλληνα. Και δεν είχε άδικο.
Ο Καραμανλής και ο ΟΠΑΠ
Πώς όμως φτάσαμε Σε αυτό το σημείο; Έναν χρόνο πριν, είχε δημιουργηθεί ο Οργανισμός που διοργάνωσε το νέο παιχνίδι, ο γνωστός μας ΟΠΑΠ, τα αρχικά του οποίου σημαίνουν ακριβώς «Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου». Ο ΟΠΑΠ ήταν ιδέα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και βασίστηκε στο προηγούμενο των αντίστοιχων οργανισμών της Ευρώπης. Η έντονη λαϊκή αγάπη για το ποδόσφαιρο σε συνδυασμό με τη ροπή προς τον τζόγο-η οποία στην Ελλάδα της εποχής είχε ελάχιστες διόδους διαφυγής και ακόμα πιο λίγες από αυτές ήταν νόμιμες- αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η ιδέα. Ο Καραμανλής σκέφτηκε πως η διοργάνωση ενός τέτοιου παιχνιδιού θα μπορούσε να αποφέρει πλειάδα κερδών για το Δημόσιο, τα οποία θα χρηματοδοτούσαν τον εμβρυακό σε υποδομές και ανάπτυξη ελληνικό αθλητισμό.
Αυτό είναι και το επικοινωνιακό μήνυμα της διαφημιστικής καμπάνιας του παιχνιδιού: «Ενισχύσατε τον αθλητισμό μας. Δώστε στα ελληνικά νιάτα γήπεδα, γυμναστήρια, πισίνες, στάδια, χαρά και υγεία με ένα Προπό», έλεγε η πρώτη διαφήμιση.
Η αντιπολίτευση δεν εκδήλωσε τον ίδιο ενθουσιασμό: Κέντρο και Αριστερά σε συμφωνία ανίχνευσαν στην επιλογή Καραμανλή την πρόθεση του ηθικού εκφυλισμού της κοινωνίας. Του εθισμού του κοινού στον τζόγο, όπου με πρόσχημα το δημόσιο συμφέρον θα πραγματοποιούνταν ο μετασχηματισμός της κοινωνίας σε εθισμένους παίκτες. Το επιχείρημα αυτό, που θα ακολουθεί έκτοτε κάθε προώθηση της νομιμοποίησης του τζόγου, εκφράζει και μια λογική πειθάρχησης του κοινωνικού: ο παίκτης ενδιαφέρεται για την ευταξία της κοινωνίας στον βαθμό που αυτή του επιτρέπει να συνεχίζει να παίζει. Αυτή η ένσταση ωστόσο δεν στάθηκε ικανή να γυρίσει το ποτάμι πίσω.
Ο ΟΠΑΠ ιδρύεται το 1958, ένας αποκεντρωμένος δημόσιος οργανισμός που ανέλαβε τη δημιουργία του Προ-Πο στο πρότυπο του ιταλικού TotoCalcio.
Σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 20ής Δεκεμβρίου 1958, το 45% των εισπράξεων θα μοιραζόταν εξίσου στις δύο κατηγορίες των νικητών, τους «δωδεκάρηδες» και τους «εντεκάρηδες». Το υπόλοιπο ποσό κατέληγε στο ταμείο της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού αφού αφαιρούνταν τα λειτουργικά έξοδα του ΟΠΑΠ. Η ΓΓΑ, σύμφωνα με το ΒΔ, διέθετε το 3% στην Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, 2%στον ΣΕΓΑΣ ο οποίος τότε είχε υπ’ ευθύνη του τα περισσότερα αθλήματα, το 2% στην ΕΠΟ και το 1,5% στην Εταιρεία Ιπποδρομιών.
Μαζί με το Προ- Πο εμφανίζεται έτσι και η εικόνα του ποδοσφαίρου όπως την ξέρουμε: με τιε εθνικές κατηγορίες και μια δομή που παρά τις όποιες αλλαγές το ακολουθεί ως σήμερα. Η σχέση ποδοσφαίρου και ΟΠΑΠ έγινε, λοιπόν, αμφίδρομη: η ανάγκη του παιχνιδιού για συχνούς αγώνες επέβαλε βήμα-βήμα τον επαγγελματισμό στο ποδόσφαιρο, ενώ η επέκταση του αθλήματος συνάντησε τη βοήθεια της Πολιτείας, τόσο με την αφαίρεση της φορολογίας όσο και με το μοίρασμα χρημάτων μέσω του ΟΠΑΠ. Αυτή η κομβική σχέση, με τη δυνατότητα ανωμαλιών και διαφθοράς, είναι σύμφυτη στη γένεση και τη δομή του επίσημου τζόγου.
Το παιχνίδι γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία και για τα επόμενα 31 χρόνια, όπου με την παροδική εμφάνιση ενός νέου παιχνιδιού, του 6 από 36, επίσης ποδοσφαιρικού ενδιαφέροντος αλλά με έμφαση στην αναζήτηση των ισοπαλιών, το οποίο όμως δεν έπιασε, υπήρξε το μοναδικό έσοδο του κράτους στον τομέα. Υπό αυτό το πρίσμα, όντως το Προ- Πο και ο ΟΠΑΠ αποτέλεσαν τους αψοδότες, κατά το κοινό σλόγκαν, του ελληνικού αθλητισμού.
Με την εμφάνιση αρχικά του ΛΟΤΤΟ και στη συνέχεια των άλλων παιχνιδιών του ΟΠΑΠ το Προ-Πο υποχώρησε, η δε εμφάνιση του Πάμε Στοίχημα ουσιαστικά το εξαφάνισε. Μαζί με το Τζοκερ αυτά είναι πλέον τα παιχνίδια που συγκεντρώνουν τη μεγάλη προτίμηση κόσμου και τζίρου. Και που κατέστησαν τον ΟΠΑΠ και το μονοπώλιό του στον εκτός Διαδικτύου τζόγο ένα μεγάλο φιλέτο.
Στην εξέλιξη και ανάπτυξη του ΟΠΑΠ τόσο η δικτατορία όσο και η Μεταπολίτευση υπήρξαν καθοριστικές. Την περίοδο της χούντας ο ίδιος ο προσανατολισμός του καθεστώτος προς τα θεάματα έφερε μερικές τεχνικές βελτιώσεις στο παιχνίδι, όπως το σύστημα στηλών που κατέστη δυνατόν να πολλαπλασιαστεί, και οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό της επιρροής του. Η επικράτεια γέμισε πρακτορεία. Ταυτόχρονα, μια σειρά πλούσια δώρα έκαναν το παιχνίδι ακόμα πιο δημοφιλές περιλαμβάνοντας στην απήχησή του όλο και περισσότερο κόσμο που ενδιαφέρεται λιγότερο για το ποδόσφαιρο καθαυτό και περισσότερο για τον τζόγο ωε διαδικασία. Το ειδικό έθος την ανάπτυξη του οποίου προέβλεπε η αντιπολίτευση στον Καραμανλή το 1958 είχε πλέον δημιουργηθεί. Κατά την ίδια περίοδο, οι καθαρές εισπράξεις εμφάνισαν αλματώδη ανάπτυξη και από τα 175,8 εκατ. δραχμές, όπου ανέρχονταν το 1966, έφτασαν τα 274,5 εκατ. το 1967, τα 990,4 εκατ. το 1970 και το 1,3 δισ. το 1974.Άρτος και θεάματα, όνομα και πράμα!
Η μεταπολιτευτική συνθήκη ολοκληρώνει την εξέλιξη του παιχνιδιού. Το κομβικό στοιχείο εδώ είναι η μετατροπή του ποδοσφαίρου σε επαγγελματικό. Η μετατροπή των ομάδων σε Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες (ΠΑΕ) και του ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή σε επαγγελματία επιταχύνουν τη μετατροπή του αθλητισμού, από χόμπι, σε παραγωγική δραστηριότητα πρώτης γραμμής. Η ιδιωτική πρωτοβουλία τώρα αποικιοποιεί το λαϊκό έρεισμα των συλλόγων με σκοπό το κέρδος.
Όσον αφορά τον ΟΠΑΠ, η εξέλιξη εδώ είναι διπλή: σε επίπεδο πολιτικού καθεστώτος η διαχείριση των πόρων είναι πλέον ανοιχτή στον έλεγχο. Η σύνδεση ωστόσο ενός κρατικού οργανισμού με τις ΠΑΕ δημιουργεί αναπόδραστα νέες εντάσεις και νέα ερωτήματα.
Το Λαχείον Συντακτών
Η δικτατορία θα συνδεθεί και με την άλλη -τη μόνη άλλη- διέξοδο του τζόγου στην Ελλάδα (των χαρτοπαικτικών λεσχών και των κακόφημων μπαρμπουτάδικων εξαιρουμένων): το λαχείο. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Το λαχείο που κυριάρχησε στην προδικτατορική Ελλάδα ήταν το επονομαζόμενο Λαχείον των Συντακτών· προέκυψε ως ένα μέσο ώστε οι δημοσιογράφοι και η ΕΣΗΕΑ να επιτύχουν την είσπραξη χρημάτων που θα μοιράζονταν στον κλάδο προκειμένου να καλυφθούν οι ελλείψεις του κρατικού ασφαλιστικού συστήματος. Την εποχή εκείνη (δεκαετία ίου 1920) το επάγγελμα του δημοσιογράφου χαρακτηριζόταν από υψηλή επισφάλεια.
Όχι μόνο δεν ήταν σίγουρος κάποιος που έφτανε στο τέλος της επαγγελματικής του ζωής ότι θα κατάφερνε να έχει πόρους για μια αξιοπρεπή ζωή στα γεράματα, αλλά και ακόμα πιο πριν το εργασιακό καθεστώς ήταν ρευστό: εύκολες απολύσεις, χαμηλές αμοιβές.
Έτσι, στον χορό των συντακτών άρχισαν να μοιράζονται λαχνοί για πρώτη φορά το 1928. Τα επόμενα χρόνια η λαχειοφόρος αγορά των δημοσιογράφων απογειώνεται: κληρώνονται σπίτια και όλο και μεγαλύτερα ποσά. Η σύνδεση του λαχείου με την παροχή σπιτιών χτύπησε φλέβα: στη μικροαστική ελληνική κοινωνία όπου η μικρόίδιοκτησία αποτελούσε ταυτόχρονα πραγματικότητα και ιδεολογία, το λαχείο ήρθε για να ριζώσει στο φαντασιακό.
Οι ιστορίες που συνοδεύουν τις κληρώσεις των λαχείων είναι χαρακτηριστικές: «’Ένας οικοδόμος που αγωνιζόταν να ζήσει την οικογένεια του, ζώντας σε ένα παράνομο καλύβι στην Καλογρέζα κέρδισε ολόκληρη πολυκατοικία στην οδό Αχαρνών. Η πάμπτωχη κυρα Λεμονιό από τη Μαρούδα των Πατρών κέρδισε μια πολυκατοικία στην Κυψέλη και 10 αστυνομικοί κερδίζουν 1 δισεκατομμύριο. Κάθε χρόνο πολλές δεκάδες σπίτια και αυτοκίνητα περνούσαν στα χέρια βιοπαλαιστών, κομμωτριών, μπακαλόπαιδων, φτωχών παπάδων, ιδιωτικών υπαλλήλων, φοιτητών, συνταξιούχων, εργατών με πολυμελείς οικογένειες, ακόμη και στον “σοφέρ της βασιλίσσης”!»’
Μ’ αυτόν τον τρόπο η ΕΣΗΕΑ κατάφερε να έχει μια βασική πηγή εσόδων που της επέτρεπε να γηροκομεί με ασφάλεια τα μέλη της και να λειτουργεί ωε προστατευτική ασπίδα στις όποιες τυχόν ενσκήπτουσες κακουχίες. Παράλληλα, το λαχείο-μύθος μετατράπηκε σε ένα σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής ονείρου και κοινωνικής κινητικότητας. Η εποχή της αστυφιλίας ως συνοδευτικό στη μετατόπιση του πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη είχε και το όνειρο μιας μετάβασης σε άλλο κοινωνικό και οικονομικό status. Το γεγονός ότι μια φορά τον χρόνο μια χούφτα προλετάριοι και μικροαστοί πέρναγε στην αντίπερα όχθη λειτούργησε ωε ισχυρός συγκολλητικός κοινωνικός δεσμός.
Η ζωή του Λαχείου Συντακτών τερματίστηκε άδοξα το 1967. Η δικτατορία αποφάσισε να ιδρύσει τον Ενιαίο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Επικουρικής Ασφάλισης Περίθαλψης (ΕΔΟΕΑΠ). Ο Οργανισμός ήρθε για να καλύψει το Συνταξιοδοτικό των δημοσιογράφων. Με τον τρόπο αυτό αφαιρούσε από το Λαχείο Συντακτών τον βασικό του λόγο ύπαρξης. Η μεθόδευση αυτή του καθεστώτος πέτυχε έναν διπλό στόχο: αφενός να της δώσει έναν ανοιχτό δίαυλο ελέγχου του Τύπου. Από τη στιγμή που αυτός ελέγχεται από το κράτος για τα συνταξιοδοτικό του είναι εύκολο να ακολουθεί και τη γραμμή του, μια και το κράτος είναι συμπαγές και μονοφωνικό. Από την άλλη, περνάνε στον έλεγχο του κράτους τα διόλου ευκαταφρόνητα έσοδα από την πώλησή του. Το καθεστώς έσπευσε να αντικαταστήσει το Λαχείον Συντακτών με το Ειδικό Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Αντίληψης, το γνωστό Κρατικό Λαχείο που κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα και κληρώνει κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Τα έσοδα του λαχείου μπόρεσαν έτσι να μοιραστούν αδιαφανώς σε δράσεις της χούντας, υποστηρίζοντας πια όχι ιδεολογικά το κράτος, αλλά πολύ υλικά και συγκεκριμένα.
Κρατικά Λαχεία
Η Κρατική Υπηρεσία των Λαχείων, που ανέλαβε πλέον το Λαχείο Κοινωνικής Αντίληψης έλκει την καταγωγή του από το μακρινό 1929 όταν ιδρύεται με διάταγμα υπηρεσία με την αρχική επωνυμία «Υπηρεσία του Λαχείου», που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Οικονομικών και Ναυτικών, και επανακυκλοφορεί το Λαχείον του Στόλου και των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος σε δύο μορφές: το Λαϊκόν Λαχείον και το Μέγα Λαχείον. Η υπηρεσία, αφού άλλαξε διαδοχικά ονόματα, θα πάρει το 1936 την οριστική της ονομασία, που διατηρεί και έως σήμερα: Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων. Η υπηρεσία θα βγάζει συστηματικά λαχεία, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Το 1944, για παράδειγμα, όταν και κινδύνευε με κλείσιμο εξαιτίας χαμηλών εσόδων, το κράτος θα είναι εκεί για να τη συνδράμει.
Στην περίπτωση των λαχείων τα πράγματα είναι αντίστροφα από ό,τι στην περίπτωση του ΟΠΑΠ. Ενώ εκεί έχουμε ένα παιχνίδι που κυριαρχεί για χρόνια, εδώ τα λαχεία πάνε κι έρχονται. Οι τίτλοι πολλοί και η διάρκεια ζωής τους περιορισμένη. Ανάλογα με το εκάστοτε ιστορικό συγκείμενο, το λαχείο συνδυάζει την εκπλήρωση ενός κοινωφελούς σκοπού με το τζογάρισμα και το ρίσκο. Τέτοιο, για παράδειγμα, ήταν το Μεγάλο Πολεμικό Λαχείο που εκδόθηκε το 1940 και έζησε έναν χρόνο. Με τον φαντάρο πάνω του, αποτέλεσε άλλον έναν τρόπο για να ενισχυθεί το ηθικό του στρατού.
Από όλα τα λαχεία, δύο επέζησαν μέχρι σήμερα: το Εθνικό και το Λαϊκό. Το Εθνικό Λαχείο κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1937. Ήταν διαδοχικών κληρώσεων, ακολουθώντας τα πρότυπα του αυστριακού αντίστοιχου. Η κυκλοφορία του σταμάτησε μεταξύ 1940 και 1941 λόγω του Πολέμου, αλλά η επανακυκλοφορία του έκτοτε δεν διακόπηκε καθόδου. Τον Ιούλιο του 1941, με απόφαση του υπουργού Οικονομικών της κατοχικής κυβέρνησης Σωτ. Γκοτζαμάνη, καταργείται το Μέγα Πολεμικόν Λαχείον και το Λαχείον του Στόλου μετονομάζεται σε Λαϊκόν Λαχείον υπέρ της Κοινωνικής Πρόνοιας. Κυκλοφορούσε τετράδες και σε σειρές των 40 χιλιάδων ενώ κλήρωνε μία φορά τον μήνα. Αργότερα, το 1959, οι αριθμοί ανήλθαν στο διπλάσιο, ενώ οι κληρώσεις γίνονταν δύο φορές τον μήνα, ώστε να φτάσουμε στο 1964 οπότε το Λαϊκό έγινε εβδομαδιαίο, για να συνεχίσει έτσι μέχρι και σήμερα, αποτελώντας μια κλασική και διαχρονική επιλογή του κοινού.
Η εμπέδωση των λαχείων ως μορφή κοινωνικής διασκέδασής, κατά κάποιον τρόπο, συνεπιφέρει και την εμφάνιση της φιγούρας του λαχειοπώλη. Ένας στοχευμένος περιπατητής που διασχίζει την πόλη μοιράζοντας την ελπίδα ή ένας στατικός μικροπωλητής στους λαχνούς του οποίου θα σταθεί ο περαστικός για να ανιχνεύσει τις βουλές τnsτύχης.
Κρατικός τζόγοs και πολιτική
Η οργάνωση και διαχείριση του τζόγου -είτε αρχικά με τη μορφή των δελτίων του Προ-Πο και στη συνέχεια των υπόλοιπων παιχνιδιών του ΟΠΑΠ, είτε με τη μορφή των λαχείων- βρέθηκε, όπως είδαμε, από την αρχή στο στόχαστρο της κριτικής. Είδαμε ήδη τις ηθικολογικές κριτικές που εισέπραξε η ίδρυση του ΟΠΑΠ, στη βάση του επιχειρήματος της πρόκλησης με κρατική ευθύνη ηθικής εξαχρείωσης του πληθυσμού μέσω του εθισμού του στον τζόγο. Είδαμε ταυτόχρονα και τις αντικειμενικές ιδεολογικές λειτουργίες των παιχνιδιών αυτών: πουλώντας ουσιαστικά ελπίδα για την αλλαγή της καθημερινής φτωχικής ζωής του μέσου πολίτη και της μεταμόρφωσης της σε παραδεισένια (θυμάται εύκολα κανείς διαφημίσεις όλο και εντεινόμενης υπογράμμισης αυτής της κατάστασης -«Έλληνας Κροίσος με επτά γράμματα»- κτλ.) ουσιαστικά συντελούσε στην αναπαραγωγή του ισχύοντος κοινωνικού σχηματισμού. Το υποκείμενο που ελπίζει σε μια εκ βάθρων αλλαγή της ζωής του μέσω της ξαφνικής κοινωνικής ανόδου είναι ένα ποπ δημιούργημα της εποχής. θα πρέπει να σταθεί πλάι στην κοπέλα που περιμένει τον πρίγκιπα-πλούσιο γαμπρό μέσα από τις σελίδες των ρομάντζων, που κατακλύζουν τα ψιλικατζίδικα πλάι στα πρώτα δελτία του Προ-Πο, όπως και τις αντίστοιχες φαντασιώσεις κοινωνικής ανόδου. Αυτός ο ήπιος τζόγος συνοδεύει λοιπόν την αστική μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας εντάσσεται στο έθος της καινούργιας ζωής στα αστικά κέντρα, πλάι στο κυριακάτικο ματς, και ενσωματώνει με τον τρόπο του τον πληθυσμό στο νέο μοντέλο κοινωνίας που ακολούθησε τον Πόλεμο. Κομμάτι της καθημερινής πρακτικής ιδεολογίας του πολίτη, τον ακολουθεί στην οργάνωση του χρόνου του, στην κατανομή και διαχείρισή του: ο σπαταλημένος χρόνος στο πρακτορείο, που γίνεται χώρος συγκέντρωσης και ανάδυσης των προγνωστικών, ένας νέος χώρος κοινωνικοποίησης εισάγει νέες τελετουργίες. Το πρακτορείο γίνεται μια οιονεί νέα εκκλησία με τους πιστούς να ακολουθούν το απαρέγκλιτο τυπικό της. Και όπως όλες οι εκκλησίες είναι κι αυτή συντηρητική- προϋπόθεσή της είναι να γίνονται οι αγώνες ή οι κληρώσεις που επιτρέπουν το μεσσιανικό όνειρο της σωτήριας διά τα επιτυχίας να παραμένει ζωντανό. Και αυτό απαιτεί την ομαλή λειτουργία του κράτους.
Πέρα από αυτή την αφηρημένη κοινωνιολογική οπτική της χρήσης του τζόγου ως εργαλείου ενσωμάτωσης, υπάρχει και η πιο ταπεινή, πολιτική μελέτη της χρήσης και λειτουργίας του κρατικού τζόγου σε περιόδους βαθιά διχαστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Μία πτυχή της εξάπλωσης των πρακτορείων, π.χ., είναι ότι οι άδειες τους δεν ήταν άσχετες και με τα πολιτικά φρονήματα αυτών που τις διεκδικούσαν. Ευαγγελιζόμενος το όνειρο της κοινωνικής ανόδου, ο τζόγος ως προς τον πυρήνα της στελέχωσή του υπήρξε ταξικά και πολιτικά μεροληπτικός ως το μεδούλι. Εκεί που κάποιος έβλεπε τέσσερις τοίχους κι έναν ιδιοκτήτη, θα έπρεπε να διακριβώσει μια ολόκληρη κοινωνική οργάνωση που εγκαθιδρύει ένα κράτος της Δεξιάς. Η άλλη όψη της προσδοκίας του κέρδους είναι η αποφυγή του ξερονησιού της εξορίας. Με τον ίδιο τρόπο που η φωτισμένη Σταδίου του 1960, που νοσταλγικά επιστρέφει πολλές φόρες στη δημόσια σφαίρα ακόμη και σήμερα, είναι το φωτεινό αντίστροφο των σκοτεινών μπουντρουμιών της Ασφάλειας.
Ταυτόχρονα, ο πλούτος που συσσωρεύει προς αναδιανομή ο ΟΠΑΠ καθίσταται αντικείμενο γκρίνιας. Πώς και με ποιον τρόπο επιλέγεται το μοίρασμα αυτής της τεράστιας πίτας; Αρχικά η γκρίνια έχει να κάνει με τα του ποδοσφαίρου και των συλλόγων. Η κατάσταση την περίοδο της χούντας χαρακτηρίζεται από μια εκ των υστέρων ανταλλαγή κατηγοριών μεταξύ των ομάδων και μεταξύ των οπαδών για προνομιακή μεταχείριση, η οποία συν τοις άλλοις έχει να κάνει και με χρήματα του ΟΠΑΠ. Από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της περιόδου, ο Δημήτρης Βαρδάνης. Η εναλλαγή του στις θέσεις προεδρίας εντυπωσιακή. Τη διετία του 1968-1969 βρίσκεται στην ΕΠΟ. Μετά στον Ολυμπιακό και ταυτόχρονα στον ΟΠΑΠ και αργότερα στον Παναθηναϊκό. Πολλά ακούστηκαν για μη νομότυπες χρηματοδοτήσεις των ομάδων μέσω της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και του ΟΠΑΠ. Μην ξεχνάμε ότι η χούντα επένδυσε πολλά στην ποδοσφαιροποίηση της κοινωνίας. Πιο σημαντικό ζήτημα από την ύπαρξη ενός ευνοημένου συλλόγου είναι αυτό της ροής του χρήματος, ανάλογα με την περίσταση, ευνοώντας τον έναν ή τον άλλον σε ένα συνολικό κύκλωμα που απολήγει στο θέαμα. Απουσία δε κοινοβουλευτικού ελέγχου, η αδιαφάνεια αυτών των ροών τις καθιστά και περισσότερο ευέλικτες.
Μετά την πτώση της χούντας δεν έπαψαν να υπάρχουν προβλήματα με την κατανομή των πόρων του Οργανισμού. Παρόλο που σε συνθήκες δημοκρατίας ο έλεγχος του οργανισμού υποτίθεται πως ήταν πιο πλήρης, δεν έλειψαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης αμφιβολίες για τον τρόπο που ο Οργανισμός κατένειμε τους πόρους τους. Το κύριο ζήτημα προϊόντος του χρόνου υπήρξε η κατανομή της πλουσιοπάροχης διαφημιστικής πίτας του Οργανισμού. Χωρίς να υπάρχει ένα πάγιο και ορθολογικό σύστημα κατανομής της διαφήμισης βάσει αντικειμενικών στοιχείων, σκιές συνόδευαν κατανομές που δεν αντιστοιχούσαν σε ανάλογη κυκλοφορία (τον καιρό που η διαφήμιση αφορούσε μόνο έντυπα) ή την επισκεψιμότητα (αφότου και τα site μπήκαν στη χρυσοφόρο μέριμνα του ΟΠΑΠ). Αυτές οι ροές χρήματος που επέτρεπαν σε μικρής κυκλοφορίας εφημερίδες και περιοδικά και σε μικρής επισκεψιμότητας site να παραμένουν βιώσιμα αποτέλεσαν έναν από τους μεγάλους πυλώνες της διαπλοκής που κυριάρχησε στα χρόνια της ευημερίας και της «δημοκρατικής σταθερότητας».
Τα «νεκρά σημεία» των όρων αυτής της ροής, τα πιθανά ανταλλάγματα στη «γραμμή», οι κατάλληλες στηρίξεις κτλ. διαμόρφωσαν ένα σκηνικό διαφθοράς που καθόρισε και με τη σειρά του επικαθορίστηκε από τις συνολικές παθογένειες της Μεταπολίτευσης.
«Του αθλητισμού και του πολιτισμού»
Το αρχικό σλόγκαν του ΟΠΑΠ ήταν «Στην υπηρεσία του αθλητισμού». Ωστόσο, στην εξέλιξη του παιχνιδιού και προς τη δεκαετία του 1990, οπότε και τα παιχνίδια του ΟΠΑΠ άρχισαν να διευρύνονται, το σλόγκαν έγινε «Στην υπηρεσία του αθλητισμού και του Πολιτισμού». Σύμφωνα με τον ίδιο τον ΟΠΑΠ, «Πρόκειται για ένα σλόγκαν που σηματοδοτεί την απαρχή μιας μεταστροφής του Οργανισμού (που καθίσταται και επισήμως χρηματοδότης ποικίλων πολιτισμικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων], αλλά και την υιοθέτηση μιας ποιοτικά αναβαθμισμένης αντίληψης για τον αθλητισμό».
Έτσι, ενώ αρχικά η επιπλέον χρηματοδότηση που πήγαινε από τον ΟΠΑΠ στο κράτος αφορούσε αθλητικές εγκαταστάσεις, μετά αυτό άλλαξε. Ας μείνουμε όμως στην αρχή. Πριν από την ίδρυση του ΟΠΑΠ τα έργα για τον αθλητισμό ήταν λίγα και σποραδικά. Δεν υπήρχε κρατική μέριμνα, καθώς και ο αθλητισμός δεν ήταν παρά μια περιττή πολυτέλεια για ένα κράτος που βρισκόταν μπροστά στην ανοικοδόμηση. Εξάλλου, ο σκοπός της ίδρυσης του ΟΠΑΠ υπηρετούσε και αυτή την πρόθεση: να ασχοληθεί κάποιος σοβαρά με αυτό.
Έτσι, ήδη από τα πρώτα βήματα του Οργανισμού ξεκινούν οι αναγγελίες συμβάσεων που αφορούν έργα υποδομής αθλητικών εγκαταστάσεων.
Το Παλαί ντε Σπορ στη Θεσσαλονίκη, χλοοτάπητας στο γήπεδο του Παναθηναϊκού -για πρώτη φορά στην ιστορία του-, το Κλειστό Κολυμβητήριο της Θεσσαλονίκης, το Κλειστό αντίστοιχο στην Αθήνα και το ανοιχτό Κολυμβητήριο της Αθήνας είναι έργα που τότε κατευθείαν δημοπρατήθηκαν.
Η συνέχεια και η εξωστρέφεια που επιδίωξε να έχει ο Οργανισμός, σε συνάρτηση φυσικά και με την επέκταση της οικονομικής του δραστηριότητας του επέτρεψαν να δραστηριοποιηθεί στην εταιρική κοινωνική ευθύνη σε όλο και περισσότερους τομείς. θέατρα, βιβλιοθήκες, κέντρα πολιτισμού, νοσοκομεία: όλα τούτα δέχθηκαν ασμένως τις χορηγίες του Οργανισμού.
Πολιτική στόχευση και κοινωνική παρουσία: όσο ο ΟΠΑΠ ήταν κρατικός η διαλεκτική ένταση ανάμεσα στα δύο χαρακτηριστικά ήταν δυναμική. Με το βάρος να πέφτει πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά, η δυναμική αποτέλεσε το ίδιον ενός αστικού κράτους σε εξέλιξη. Μετά την ιδιωτικοποίηση, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι… ή μάλλον η έστω και στοιχειακή αθωότητα απωλέσθη…
Διαβάστε όλο το άρθρο με τιτλό : «ΤΟ ΠΡΟ-ΠΟ, ΤΑ ΛΑΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ «ΑΘΩΕΣ» ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΤΖΟΓΟΥ» στην πηγή : Παραπολιτικά