Το «διαμάντι» της ελληνικής οικονομίας ετοιμάζεται να γυρίσει σελίδα στην ιστορία του, με την προγραμματισμένη πλήρη ιδιωτικοποίησή του να βρίσκεται προ των πυλών και με τη χρηματιστηριακή του αποτίμηση να φθάνει στα χαμηλότερα ιστορικά επίπεδα, υποβαθμίζοντας μια εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία πενήντα και πλέον ετών. Το αναμενόμενο τίμημα για την πώληση του τελευταίου πακέτου των μετοχών του είναι εξαιρετικά χαμηλό και υπογραμμίζει την αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να εκμεταλλευτεί έναν Οργανισμό που εδώ και πάρα πολλά χρόνια αποτελεί έναν από τους ελάχιστους -εάν όχι τον μοναδικό- «στυλοβάτες» των δημοσιονομικών εσόδων. Με την αποκρατικοποίηση του Οργανισμού στην τελική της ευθεία, μια ιστορία 54 ετών φθάνει στο τέλος της και ο ΟΠΑΠ θα αρχίσει σύντομα μια νέα πορεία ως μια πλήρως ιδιωτική εταιρεία που θα ελέγχεται από ελληνικά, ευρωπαϊκά ή διεθνή συμφέροντα.
Σε μια στιγμή που η ελληνική οικονομία κλυδωνίζεται από τη δεινή ύφεση, ο ΟΠΑΠ έχει καταφέρει να παραμείνει στο «ύφος των περιστάσεων», να απασχολεί σε καθημερινή βάση το διεθνές επενδυτικό κοινό και να αποτελεί εν ολίγοις το φως στο σκοτεινό τούνελ της ύφεσης, παραμένοντας στην κορυφή του ευρωπαϊκού χάρτη τυχερών παιχνιδιών, εμφανίζοντας κερδοφορία που θα ζήλευαν ακόμη και παγκόσμιοι κολοσσοί.
Σημείο-σταθμό για τον ΟΠΑΠ αποτέλεσε το 1964, όταν το δημοφιλές ΠΡΟ-ΠΟ δεν είχε την αναμενόμενη αποδοτικότητα σε επίπεδο εισπράξεων. Η «ατυχία» αυτή ήταν και το έναυσμα για την πρώτη μεγάλη αλλαγή που ήρθε στις αρχές με την καθιέρωση των ομαδικών συστημάτων του ΠΡΟ-ΠΟ, που ήταν γνωστά από τη διεθνή εμπειρία.
Από το 1966 και μετά, οι παίκτες πλέον είχαν μπροστά τους δελτία με πολλές περισσότερες επιλογές και πιο κοντά σε αυτά που έχουν σήμερα. Την περίοδο που ακολούθησε ιδρύονται ταυτόχρονα πρακτορεία ΠΡΟ-ΠΟ σε περίπου 70 πόλεις πανελλαδικά και το δίκτυο των πρακτορείων αρχίζει να λαμβάνει σάρκα και οστά. Η ανάπτυξη του ΟΠΑΠ και η διάδοση του ΠΡΟ-ΠΟ την περίοδο έως το 1974 υπήρξε εντυπωσιακή, με το σύνολο των πρακτορείων να έχει φθάσει τα 2.000 και τις πωλήσεις να εκτοξεύονται στο 1,3 δισ. δραχμές (3,8 εκατ. ευρώ). Αν το 1958 ήταν η χρονιά γέννησης του Οργανισμού, το 1999 ήταν το έτος αναγέννησής του με τη μετατροπή του σε ανώνυμη εταιρεία.
Με αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 10 δισ. δραχμές, ο Οργανισμός ένα χρόνο αργότερα υπογράφει σύμβαση με το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκχωρεί για είκοσι χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2020, το αποκλειστικό δικαίωμα της διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας έντεκα συνολικά παιχνιδιών. Το τελικό τίμημα της εν λόγω άδειας διαμορφώθηκε στα 322,8 εκατ. ευρώ.
Τον Απρίλιο του 2001, ο Οργανισμός παίρνει το δρόμο προς τη Σοφοκλέους με τη διάθεση ουσιαστικά του πρώτου -από τα άλλα τέσσερα που ακολούθησαν- πακέτα μετοχών. Από τότε και μέχρι σήμερα, ο ΟΠΑΠ ήταν πάντα ο «κρυφός άσος στο μανίκι» των εκάστοτε κυβερνήσεων και η πώληση μετοχών του ήταν πάντα η «εύκολη λύση» για την τόνωση των δημοσιονομικών εσόδων της χώρας.
Η «χρυσή χήνα» του ελληνικού Δημοσίου, όπως έχει χαρακτηριστεί δικαίως από πολλούς, είχε βέβαια τα πάνω και τα κάτω της στη Σοφοκλέους, επηρεαζόμενη πάντα από το γενικότερο κλίμα της ελληνικής οικονομίας και του Χρηματιστηρίου.
Το πρώτο πακέτο των μετοχών που διατέθηκε, λίγους μήνες μετά την επίσημη ένταξη της χώρας μας στο ευρώ, αντιστοιχούσε στο 5,36% των μετοχών και η τιμή διάθεσης ήταν 5,5 ευρώ ανά μετοχή.
Οι πρώτες μετοχές του Οργανισμού, δηλαδή, πουλήθηκαν υψηλότερα από την τιμή της μετοχής σήμερα, έντεκα χρόνια μετά. Με συνολικά έσοδα 90 εκατ. ευρώ, η πρώτη μετοχοποίηση στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, όπως και οι επόμενες που ακολούθησαν. Τον Ιούλιο του 2002 η διάθεση του 18,9% απέφερε έσοδα 508 εκατ. ευρώ, ενώ η ανταπόκριση των επενδυτών σε Ελλάδα και εξωτερικό είχε σαν αποτέλεσμα να καλυφθεί η συνδυασμένη προσφορά κατά 3,8 φορές.
Οι επιτυχημένες δημόσιες εγγραφές συνεχίστηκαν με επόμενο σημείο-σταθμό τον Ιούλιο του 2003 με την πώληση του 24,4% και έσοδα 736 εκατ. ευρώ και τον Ιούλιο του 2005 με τη διάθεση του 16,44% με συνολικά έσοδα 1,26 δισ. ευρώ. Η τιμή διάθεσης της μετοχής στην τελευταία μετοχοποίηση είχε διαμορφωθεί στα 21,73 ευρώ. Μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών, από την πρώτη μετοχοποίηση έως την τελευταία, το ελληνικό Δημόσιο συγκέντρωσε 2,6 δισ. ευρώ διαθέτοντας το 66% του Οργανισμού.
Τίτλοι τέλους
Οι τίτλοι τέλους που αναμένεται να πέσουν στα τέλη της φετινής χρονιάς ή στις αρχές της επόμενης, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη συμμετοχή του Δημοσίου στον Οργανισμό, μάλλον θα κλείσουν άδοξα. Μέσα σε ένα διάστημα πέντε ετών, η τιμή της μετοχής του ΟΠΑΠ έχει μειωθεί κατά 84%, ενώ φαντάζει πλέον σαν ένα κακόγουστο αστείο η μεγαλύτερη εισηγμένη εταιρεία τυχερών παιχνιδιών της Ευρώπης να έχει χρηματιστηριακή αξία που δεν ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ, χαμηλότερα δηλαδή από την αξία του 1,7 δισ. ευρώ που είχε όταν ακολούθησε το δρόμο προς τη Σοφοκλέους, πριν από έντεκα χρόνια.
Ως ειρωνεία της τύχης μπορεί επίσης κανείς να χαρακτηρίσει την εκδήλωση της 28 Απριλίου της περασμένης χρονιάς, όταν με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από το «κρέμασμα» της μετοχής του Οργανισμού στο ταμπλό, ο τότε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, Γιάννης Σπανουδάκης, «χτύπησε» τιμητικά το κουδούνι για την έναρξη της συνεδρίασης, στη λήξη της οποίας η κεφαλαιοποίηση του ΟΠΑΠ είχε ξεπεράσει τα 4,6 δισ.ευρώ, δηλαδή σχεδόν τετραπλάσια απ’ ότι είναι σήμερα. Με άλλα λόγια, εάν η κυβέρνηση είχε προχωρήσει μόλις πριν από 18 μήνες στην πώληση του ποσοστού θα μπορούσε να έχει έσοδα τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ, χωρίς την προστιθέμενη αξία που πιθανότατα να ακολουθήσει τη συμφωνία με τον επενδυτή.
Σήμερα, με βάση τα επίπεδα στα οποία κινείται η μετοχή του Οργανισμού, το τίμημα που θα μπορέσει -χωρίς την προστιθέμενη αξία- να πετύχει η κυβέρνηση βάσει της κεφαλαιοποίησης του ΟΠΑΠ δεν ξεπερνά τα 500 εκατ. ευρώ.
Η μετοχή του Οργανισμού άρχισε ουσιαστικά την πτωτική της πορεία από το δεύτερο εξάμηνο του 2009 -ακόμη και τότε, όμως, ήταν σε επίπεδα τετραπλάσια συγκριτικά με τα σημερινά- με τη μετοχή να κυμαίνεται στα περίπου 17 ευρώ. Αν το ελληνικό Δημόσιο είχε προχωρήσει στην πώληση πριν από το δεύτερο εξάμηνο της ίδιας χρονιάς, το τίμημα με βάση την κεφαλαιοποίηση θα ξεπερνούσε τα 2,4 δισ. ευρώ, καθώς η τιμή της μετοχής διαμορφωνόταν στα 23 ευρώ κατά μέσο όρο.
Σταδιακά η μετοχή του ΟΠΑΠ έφθασε στις αρχές της φετινής χρονιάς να διαπραγματεύεται σε επίπεδα όχι υψηλότερα των 8 ευρώ με σημείο ναδίρ στα μέσα Σεπτεμβρίου, μετά τις ανακοινώσεις του υπ. Οικονομικών για τη νέα φορολόγηση στα κέρδη του Οργανισμού, όταν η μετοχή υπέστη μεγάλες απώλειες και η κεφαλαιοποίηση του Οργανισμού έχασε έως και το 1/3 της αξίας της. Οι απώλειες για το ελληνικό Δημόσιο δεν περιορίζονται, ωστόσο, μόνο στο πολύ χαμηλό τίμημα που αναμένεται να προσελκύσει η διάθεση του 33% των μετοχών του, καθώς ο Οργανισμός «στηρίζει» το βασικό του μέτοχο εδώ και χρόνια με την υψηλή κερδοφορία του, τη γενναιόδωρη μερισματική πολιτική αλλά και την κοινωνική συνεισφορά του.
Τα κέρδη ακόμη και μια δύσκολη χρονιά όπως το 2011 έφθασαν τα 537 εκατ. ευρώ, ενώ μέχρι και πέρυσι -όταν οι συνολικές πωλήσεις υποχώρησαν στα 4,35 δισ. ευρώ λόγω της ύφεσης ο συνολικός τζίρος του ΟΠΑΠ διαμορφωνόταν για μια τετραετία (2006-2010) άνω των 5 δισ. ευρώ. Συνολικά μόνο για τη διετία 2009-2010 ο Οργανισμός κατέβαλε 704 εκατ. ευρώ σε φόρους και άλλα 48 εκατ. ευρώ σε χορηγίες στον πολιτισμό, την υγεία και τον αθλητισμό. Επιπλέον, μόνο νια την περίοδο 2006-2011, το ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από τον ΟΠΑΠ μερίσματα ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ.
«Κυνηγός- θήραμα»
Εξίσου ειρωνικό είναι το γεγονός ότι από «κυνηγός» ο Οργανισμός γίνεται σήμερα «θήραμα» καθώς το 2009 διεκδικούσε την τουρκική κρατική λοταρία Milli Piyango, ανταγωνιζόμενος την κοινοπραξία του τουρκικού ομίλου Dogan και της lottomatica και σήμερα, τρία χρόνια μετά, οι δύο όμιλοι εμφανίζονται ως πιθανοί υποψήφιοι για την εξαγορά του 33% των μετοχών του.
Παρότι «χαμένος» από την τρέχουσα οικονομική συγκυρία, ο ΟΠΑΠ εισέρχεται σε μια νέα εποχή στην οποία αναμένεται να δοκιμάσει την «τύχη» του και εκτός συνόρων, αλλά και σε νέες δραστηριότητες.
Διαβάστε το άρθρο «ΠΩΣ ΧΑΘΗΚΕ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΟΥ ΟΠΑΠ» στην πηγή: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΗΣ Μελίνας Καλαμπόκα