Τοποθετούμαι δε όχι γιατί αμφισβητώ το δικαίωμα των πρακτόρων να απεργούν και να διαμαρτύρονται για την επιβολή φορολογικών μέτρων, που μπορεί να επηρεάσουν αμέσως ή εμμέσως τα οικονομικά τους συμφέροντα, αλλά γιατί, προκειμένου να πείσουν για την ορθότητα της αντίδρασής τους αυτής, αποδίδουν την κυβερνητική πρωτοβουλία περί φορολόγησης των χρημάτων που τζογάρονται με σκοπό το γρήγορο κέρδος σε δάκτυλο των «βαρόνων του παράνομου τζόγου», καθώς και σε πρόθεση να «φορολογηθεί η ελπίδα», χωρίς όμως αυτοί οι ισχυρισμοί να έχουν βάση.
Το πόσο αβάσιμη είναι η καταγγελία αυτή, καθώς και το πόσο έωλο είναι το σύνθημα, πιστεύω ότι θα γίνει άμεσα κατανοητό, εάν οι πράκτορες και οι πολίτες που αποτελούν την πελατεία τους πληροφορηθούν πώς, γιατί και πότε γεννήθηκε η ιδέα για την προφορολόγηση του τζόγου, δηλαδή την πληρωμή φόρου στο ποσό που κάποιος αποφασίζει να τζογάρευ
- 1)Είναι κοινός τόπος ότι, για να αντιμετωπίσει το δημόσιο ταμείο τις αυξημένες οικονομικές του ανάγκες, χωρίς να δανειστεί καί χωρίς να περικόψει μισθούς, συντάξεις και παροχές από εκείνους που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, πρέπει να αυξήσει τα έσοδά του από τις οικονομικές δραστηριότητες που φορολογούνται ελάχιστα ή και καθόλου, παρά το γεγονός ότι από αυτές ή μέσω αυτών εκπορεύονται ή διακινούνται μεγάλα χρηματικά ποσά. Μεταξύ των πηγών αυτών, κυρίαρχες θέσεις καταλαμβάνουν ο τζόγος οποιασδήποτε μορφής, η λαθρεμπορία και η φοροδιαφυγή.
2) Κατά γενική η παραδοχή, οι παίκτες κάθε τυχερού παιγνίου γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες να χάσουν τα χρήματα που ποντάρουν στην θεά τύχη είναι δραματικά μεγαλύτερες από εκείνες που υπάρχουν για να κερδίσουν.
3) Την πλειονότητα των πελατών των πρακτορείων ΟΠΑΠ αποτελούν οι μισθοσυντήρητοι, οι συνταξιούχοι και γενικά εκείνοι το εισόδημα των οποίων εξαρτάται σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό από την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών.
4) Τη μειοψηφία αποτελούν εκείνοι που μέσω του τζόγου θέτουν σε κυκλοφορία σημαντικό τμήμα του «μαύρου χρήματος» κάθε χώρας, δηλαδή οι κάτοχοι του άδηλης προέλευσης και κυρίως αφορολόγητου χρήματος. Αυτή η κατηγορία παικτών είναι μεν πληθυσμιακούς μικρότερη, αλλά οικονομικά ισχυρότερη και, κατά κεφαλήν, τζογάρει πολύ περισσότερα χρήματα από την πλειοψηφία.
5) Κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως αναπληρωτή προέδρου της Γνωμοδοτικής Επιτροπής Παιγνίων του υπουργείου Οικονομικών, διαπίστωσα και εγώ ότι τα τυχερά παίγνια λειτουργούν πάντοτε υπέρ των διοργανωτών τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των παικτών χάνει τα λεφτά της, κυνηγώντας την ψευδαίσθηση του εύκολου κέρδους. Το κράτος, δηλαδή το Δημόσιο θησαυροφυλάκιο, έχει τους τρόπους και τη δύναμη να επιστρέψει στους παίκτες ένα σημαντικό μέρος από τα χαμένα χρήματα, εφ’ όσον το επιθυμεί. Στις δημοκρατικές πολιτείες, ο τρόπος είναι ένας και ονομάζεται φορολογία.
Βάσει όλων των παραπάνω, γεννήθηκε στον γράφοντα η ιδέα ότι τα χρήματα που διατίθενται για τζόγο, θα μπορούσαν να φορολογηθούν λίγο παραπάνω, χωρίς να προκληθεί μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, διότι:
Εκείνη η κατηγορία παικτών η οποία τζογάρει χρήματα φορολογημένα και νόμιμης προέλευσης εν γνώσει του κινδύνου της ολοσχερούς απώλειας αυτών δεν θα είχε αντίρρηση για τη φορολογία τους, διότι ένα μέρος από αυτά θα της επιστρέφεται σίγουρα είτε μέσω του μισθού και της σύνταξης (που θα μπορούσαν έτσι να υφίστανται λιγότερες ή καθόλου μειώσεις) είτε μέσω της μειωμένης φορολογίας (εισοδήματος ή και ΦΠΑ. που επίσης θα μπορούσε να γίνει έτσι χαμηλότερη), καθώς και μέσω της αύξησης ή έστω της μη συρρίκνωσης των δαπανών του Δημοσίου για παροχές κοινωνικού χαρακτήρα (Υγεία, Παιδεία κ.λπ.).
Η άλλη κατηγορία, δηλαδή εκείνοι που τζογάρουν χρήματα άγνωστης προέλευσης και αφορολόγητα, δεν θα είχαν καμία αντίρρηση για ευνόητους λόγους.
Με βάση αυτές τις παραδοχές και την πεποίθηση ότι καθένας πρέπει να φορολογείται περισσότερο (εφόσον βέβαια το επιβάλλει η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών) σε εκείνα που δαπανά χωρίς να απαιτείται ώστε να φορολογείται λιγότερο ή καθόλου σε εκείνα που του χρειάζονται για να διαβιώνει αξιοπρεπώς, καθώς και ότι κάθε πολίτης δικαιούται να διατυπώνει τις σκέψεις του, αλλά και προτάσεις που θα μπορούσαν να κάνουν όσο το δυνατόν ελαφρότερα τα βάρη για τους μη έχοντες, τον Ιούνιο 2012 απέστειλα προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και νυν πρωθυπουργό ένα σύνολο τέτοιων προτάσεων, τις οποίες επανέλαβα και τον Φεβρουάριο 2015.
Μεταξύ των προτάσεων εκείνων, περιλαμβάνονται
α) η προφορολόγηση των χρημάτων που τζογάρονται σε όλα τα τυχερά παίγνια και
β) ο τρόπος για τον εντοπισμό και την υπέρ των δημοσίων οικονομικών αξιοποίηση των χρημάτων που κάποιοι’Ελληνες πολίτες έχουν φυγαδεύσει από τη χώρα. Προφανώς, οι προτάσεις εκείνες κρίθηκαν αξιοποιήσιμες και τώρα εφαρμόζονται.
Συνεπώς, τα περί φορολόγησης της ελπίδας και υποταγής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στις διαταγές των βαρώνων του παράνομου τζόγου δεν στηρίζονται ούτε στα πραγματικά γεγονότα, ούτε στους λόγους για τους οποίους θεσπίζεται το συγκεκριμένο μέτρο.
Μετά τα παραπάνω, ας μου επιτραπεί το ακόλουθο σχόλιο: Σε ό,τι αφορά την κυβερνητική προσπάθεια για την αξιοποίηση των καταλόγων με τα ονόματα όσων έχουν φυγαδεύσει χρήματα στο εξωτερικό (λίστα Λαγκάρντ και άλλες συναφείς), επιδοκιμάζεται αυτή σχεδόν από το σύνολο του λαού, εξαιρουμένων βέβαια όσων θίγονται από αυτήν την κυβερνητική πρωτοβουλία, δηλαδή εκείνων που, ενώ περιλαμβάνονται στις ελεγχόμενες λίστες, αδυνατούν να δικαιολογήσουν την προέλευση των χρημάτων τους.
Στην περίπτωση της προφορόλογησης του τζόγου, η αντίδραση από την ανώνυμη κερδοσκοπική εταιρεία του ΟΠΑΠ ήταν αναμενόμενη. Δεν ήταν όμως αναμενόμενο να πρωτοστατούν σε αυτήν οι πράκτορες, γιατί ως κάτοικοι και φορολογούμενοι πολίτες της χώρας αυτής, ουδόλως ζημιώνονται από ένα φορολογικό μέτρο που σκοπό έχει την αύξηση των δημοσίων εσόδων, ώστε να μη μειωθούν περισσότερο οι μισθοί, οι συντάξεις και οι παροχές του κράτους πρόνοιας προς τους ανθρώπους που αποτελούν την πλειοψηφία της πελατείας των πρακτορείων, αφού: Α) Δεν αποτελεί μυστικό ότι η πρωινή πελατεία των περισσότερων πρακτορείων απαρτίζεται κυρίως από συνταξιούχους και ανέργους, ενώ κατά τις βραδινές ώρες εμπλουτίζεται και από μισθοσυντήρητους εργαζόμενους.
Β) Είναι γενικώς παραδεκτό ότι η οικονομική κατάσταση των προαναφερθέντων ατόμων εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την κατάσταση (ελλειμματική ή πλεονασματική) των δημοσίων οικονομικών. Συνακόλουθα, όσο βελτιώνονται αυτά, τόσο αυξάνεται και το διαθέσιμο εισόδημα της πελατείας των πρακτορείων, κατ’ επέκταση δε και ο τζίρος αυτών, με ποσοστό επί του οποίου αμείβονται οι πράκτορες.
Γ) Το κέρδος κάθε επαγγελματία, όπως είναι και οι πράκτορες του ΟΠΑΠ, εξαρτάται από το ύψος των εισοδημάτων της πελατείας του, άρα ο ίδιος πρέπει να επιθυμεί διακαώς την αύξηση ή έστω τη σταθεροποίησή τους, αφού από αυτά εξαρτάται και το δικό του εισόδημα.
Δ) Τέλος, το επιχείρημα, ότι αν προφορολογηθεί ο νόμιμος τζόγος, θα ενισχυθεί ο τζίρος του παράνομου, δεν ευσταθεί. Όσοι το επικαλούνται, γνωρίζουν ότι ακόμη και τότε που δεν φορολογούνταν ούτε καν τα κέρδη των παικτών, ο παράνομος τζόγος και πάλι ανθούσε.
Οι ίδιοι γνωρίζουν επίσης ότι ο τζίρος των πρακτορείων και του ΟΠΑΠ όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε και μετά την επιβολή του μέτρου της φορολόγησης των κερδών.
Για τους παραπάνω λόγους, ας μου επιτρέψει η Ομοσπονδία των πρακτόρων ΟΠΑΠ να μη συμφωνώ ούτε με την παντελώς αβάσιμη καταγγελία περί υποταγής της κυβέρνησης στους «βαρόνους του παράνομου τζόγου» ούτε με το έωλο σύνθημα περί δήθεν φορολόγησης της ελπίδας.
Οπως και οι πράκτορες γνωρίζουν πολύ καλά, ο σχετικός φόρος δεν επιβάλλεται ούτε επειδή το ζήτησαν οι βαρόνοι του παράνομου τζόγου ούτε για να φορολογηθούν οι ελπίδες των παικτών για εύκολο, αλλά τελικά ανύπαρκτο κέρδος.
Τον επιβάλλει η κατάσταση, στην οποία οδήγησαν τη χώρα η διαπλοκή και η διαφθορά.
Τα κείμενα του 2012 μαζί με εκείνα του 2015 υπάρχουν και είναι διαθέσιμα σε όποιον τα ζητήσει, όπως και εγώ πρόθυμος για περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος.
* Ο Σωτήρης Κοντονάσιος είναι δικηγόρος
Διαβάστε όλο το άρθρο με τίτλο :”Ο φόρος του τζόγου επιστρέφεται, εν μέρει, στους παίκτες φορολογούμενους”στην πηγή : ΑΥΓΗ