Για επιθέσεις “τις οποίες συστηματικά και σε καθημερινή βάση το τελευταίο διάστημα δέχεται από ορισμένα ΜΜΕ, ιστοσελίδες, αλλά και βουλευτές του Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου”, κάνει λόγο η ΟΠΑΠ Α.Ε.
Σε σχετική ανακοίνωση η εταιρεία σημειώνει ότι μισθοί και αμοιβές “εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων.”, ενώ επισημαίνεται ότι “μισθοί της σημερινής διοίκησης είναι κατώτεροι αυτών που ίσχυαν τα προηγούμενα χρόνια, ενώ τόσο ο πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος της ΟΠΑΠ Α.Ε., καθώς και τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας, έχουν οικιοθελώς παραιτηθεί από κάθε πρόσθετη αμοιβή και bonus από τις αρχές της θητείας τους”.
Ειδικότερα, από τη διοίκηση της εταιρείας διευκρινίζονται τα εξής:
“Η ΟΠΑΠ Α.Ε. με το Π.Δ. 228/1999, ΦΕΚ Α’ 193 μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρία και καταρτίσθηκε το νέο καταστατικό της. Με το Νόμο 2843/2000, επετράπη στο Δημόσιο να διαθέσει σε επενδυτές μέσω του Χρηματιστηρίου Αθηνών ποσοστό έως 49% του εκάστοτε μετοχικού κεφαλαίου της ΟΠΑΠ Α.Ε.
Το 2001 οι μετοχές της εταιρείας εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αθηνών και έκτοτε, έως και τον Ιούλιο του 2005, με διαδοχικές αποφάσεις της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων, διετέθησαν μέσω δημόσιας εγγραφής και ιδιωτικής τοποθέτησης μετοχές του δημοσίου και της ΔΕΚΑ Α.Ε. σε ιδιώτες, τα δε έσοδα από τις μεταβιβάσεις εισπράχθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο ως μέρος του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεών του.
Σήμερα και με βάση τις γνωστοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών (Ν.3556/2007) οι οποίες γίνονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών, το ποσοστό του Eλληνικού Δημοσίου στην μετοχική σύνθεση της ΟΠΑΠ Α.Ε. ανέρχεται σε 34%, της Capital Research and Management Company σε 15,0011% και του επενδυτικού κοινού σε 50,9989% (δεδομένα της 26/2/2010).
Παράλληλα, με την από 15.12.2000 σύμβαση που συνάφθηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρείας, παραχωρήθηκε για 20 έτη το αποκλειστικό δικαίωμα της διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας από την ΟΠΑΠ Α.Ε., των παιχνιδιών ΠΡΟΠΟ, ΛΟΤΤΟ, ΠΡΟΤΟ, ΠΡΟΠΟ-ΓΚΟΛ, ΤΖΟΚΕΡ, ΣΤΟΙΧΗΜΑ, EXTRA 5, SUPER 3, και ΚΙΝΟ καθώς και των παιχνιδιών ΜΠΙΝΓΚΟ-ΛΟΤΤΟ και SUPER 4, που πρόκειται να διεξαχθούν στο μέλλον. Το τίμημα αυτής της 20ετούς παραχώρησης ανήλθε σε € 322,8 εκατ.
Επίσης, στην ΟΠΑΠ Α.Ε. παραχωρήθηκε η δυνατότητα να διενεργεί κατ’ αποκλειστικότητα κάθε παιχνίδι που αφορά σε αθλητικά γεγονότα και το δικαίωμα της πρώτης άρνησης για την κατ’ αποκλειστικότητα διεξαγωγή και διαχείριση οποιωνδήποτε νέων παιχνιδιών την λειτουργία των οποίων επιτρέπει και εποπτεύει το Ελληνικό Δημόσιο.
Με βάση την γενικότερη νομοθεσία περί Α.Ε. εισηγμένων, μάλιστα, στο Χρηματιστήριο Αθηνών και την σύμβαση μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΟΠΑΠ Α.Ε., η δραστηριότητα της εταιρείας βασίζει τις επιχειρηματικές της αποφάσεις σε εμπορικά κριτήρια και λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η πρόσληψη απολύτως εξειδικευμένου προσωπικού από την αγορά εργασίας, οσάκις αυτό απαιτείται, έτσι ώστε η εταιρεία να αναπτυχθεί σε σύγχρονες βάσεις.
Δεδομένου ότι το Ελληνικό Δημόσιο εξακολουθεί να κατέχει, σημαντικό ποσοστό των κοινών μετοχών της ΟΠΑΠ Α.Ε., αναμφίβολα έχει λόγο επί των αποφάσεων που υποβάλλονται σε ψηφοφορία στην Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, ενώ δίνει το δικαίωμα να διορίζει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου και έτσι να διατηρεί το γενικό ρυθμιστικό ρόλο επί του τομέα των τυχερών παιχνιδιών και παιχνιδιών στοιχημάτων.
Μέσω αυτών των ρυθμίσεων, το Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να επιτυγχάνει ορισμένους στόχους δημόσιου συμφέροντος.
Ως προς τους μισθούς και τις πάσης φύσης αμοιβές της διοικητικής «πυραμίδας» της εταιρείας, εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων. Να σημειωθεί ότι οι μισθοί της σημερινής διοίκησης είναι κατώτεροι αυτών που ίσχυαν τα προηγούμενα χρόνια, ενώ τόσο ο πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος της ΟΠΑΠ Α.Ε., καθώς και τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας, έχουν οικιοθελώς παραιτηθεί από κάθε πρόσθετη αμοιβή και bonus από τις αρχές της θητείας τους.
Κατά συνέπεια, όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται τις τελευταίες ημέρες, πέραν του ότι μακράν απέχουν από την πραγματικότητα, συνιστούν και συκοφαντική δυσφήμηση, την οποία και εναπόκειται στους θιγόμενους να την αντιμετωπίσουν με κάθε νόμιμο τρόπο.
Σε ότι αφορά την ενορχηστρωμένη επίθεση που εκδηλώνεται τις τελευταίες ημέρες κατά της ΟΠΑΠ Α.Ε. αυτή θα πρέπει να αποδοθεί, δίχως άλλο, στο γεγονός ότι η εταιρεία με τρόπο μεθοδικό, συστηματικό και αποδοτικό – όπως αποδείχθηκε και από τα οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου εννεάμηνου του 2010 – βελτιώνει την εικόνα της και την εικόνα των παιχνιδιών της, γίνεται περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική, ταυτόχρονα και ικανή να αναλάβει με επιτυχία κάθε νέα δραστηριότητα, στο πλαίσιο πάντα της καταστατικής λειτουργίας της, όταν, όπως και εφόσον η κυβέρνηση αποφασίσει να προχωρήσει στη ρύθμιση της αγοράς νέων τυχερών παιχνιδιών στη χώρα μας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιθέσεις εκδηλώθηκαν και εντάθηκαν από τη στιγμή κατά την οποία η ΟΠΑΠ Α.Ε. πέτυχε καλύτερη προβολή της εικόνας της και της εικόνας των παιχνιδιών της (αναμόρφωση και τεχνολογική ενίσχυση των πρακτορείων της, ανακοίνωση ένταξης και νέων παιχνιδιών από αυτά που έχει δικαίωμα με βάση την άδεια λειτουργίας της, με παράλληλη βελτίωση των υφισταμένων), ανακοίνωσε την προκήρυξη διαγωνισμού για νέο τεχνολογικό πάροχο στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, εξασφάλισε καλύτερη και διακριτή προβολή των προϊόντων της (μέσω χορηγικών της προγραμμάτων και διαφοροποίησης της διαφήμισής της), ανέδειξε τον αποτελεσματικό κοινωνικό της ρόλο (με συγκεκριμένες σημαντικές χορηγίες στον Πολιτισμό, στην Υγεία, στην Παιδεία, στα ΑΜΕΑ), άρχισε να φέρνει περισσότερο κόσμο (ιδίως νέους) στα γήπεδα αξιοποιώντας τις δυνατότητες των χορηγιών της προς τα πρωταθλήματα και τις ομάδες, ενέργειες οι οποίες στο σύνολό τους αγκαλιάστηκαν από το ευρύ κοινό, το οποίο συνειδητοποιεί ημέρα με την ημέρα, όλο και περισσότερο ότι η ΟΠΑΠ Α.Ε. είναι μια ιδιωτική εταιρεία, με στενούς δεσμούς με το κράτος, η οποία και την κερδοφορία της επιτυγχάνει και στο κοινωνικό σύνολο προσφέρει σημαντικά ποσά και έργο κατά τρόπο ουσιαστικό.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια εταιρεία κάποιοι δεν την θέλουν. Ίσως γιατί πολύ δύσκολα μπορούν να αντιπαρατεθούν μαζί της”.
Πηγή : www.capital.gr