Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημάδια της ελληνικής κρίσης είναι τα ξενοίκιαστα μαγαζιά. Συμβολοποιούν την εγκατάλειψη και υπενθυμίζουν διαρκώς την ανέχεια και τις επιπτώσεις της. Κάθε κλειστό μαγαζί είναι μια επιχείρηση λιγότερη και κάμποσες θέσεις εργασίας χαμένες. Σε ορισμένες γειτονιές της Αθήνας αλλά και σε αρκετές επαρχιακές πόλεις, κάποια από αυτά τα μαγαζιά ετοιμάζονται να νοικιαστούν ξανά.
Επίδοξοι ενοικιαστές τα εξετάζουν, σε ορισμένα έχουν ήδη δώσει και το καπάρο. Οι ιδιοκτήτες τους χαίρονται γιατί, από κόστος, τα ακίνητα γίνονται ξανά πηγή εισοδήματος. Οι περαστικοί βλέπουν τα συνεργεία που κάνουν τις επισκευές και ελπίζουν ότι θα ζωντανέψουν ξανά οι γειτονιές.
Όμως, αυτά τα μαγαζιά δεν πρόκειται να στεγάσουν ούτε παραδοσιακά εμπορικά καταστήματα ούτε καφενεία κι εστιατόρια. Δεν πρόκειται να συνδεθούν με κάποια παραγωγική δραστηριότητα, θα απορροφούν εισόδημα, αλλά δύσκολα θα μπορεί κανείς να τα αποκαλεί «ανάπτυξη». Τα μαγαζιά αυτά θα αποτελέσουν τους νέους ναούς του τζόγου.
Προικισμένη με την άδεια για τα παγνιομηχανήματα VLTs, δηλαδή τα γνωστά «φρουτάκια», η ιδιωτικοποιημένη από το2013 ΟΠΑΠ ΑΕ ετοιμάζεται, αξιοποιώντας και τον ιδιαίτερα βολικό κανονισμό που επεξεργάστηκε η κυβέρνηση Τσίπρα—Καμμένου, να αρχίσει να παραχωρεί σε ιδιώτες άδειες για να εγκαταστήσουν «φρουτάκια» σε δικούς τους χώρους. θα υπάρχουν τα μεγάλα Gaming Hall, ιδιοκτησίας κυρίως μεγάλων πρακτόρων του ΟΠΑΠ ή ιδιωτών με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, θα υπάρχουν και μικρότερα. Λίγα μηχανήματα, μια υποτυπώδης υποδομή μπαρ (ο τζόγος και το αλκοόλ είναι αλληλένδετα), και αρχίζει η ροή των υποψήφιων παικτών. Όσο περισσότερο παίζουν, τόσο το καλύτερο για αυτούς που θα έχουν πάρει την άδεια να λειτουργούντα VLTs, αλλά και για το δημόσιο ταμείο που θα σωρεύει χρήματα για την αποπληρωμή του χρέους. Και όταν αργά το βράδυ αυτό που θα γίνεται δεν θα είναι ακριβώς «παιχνίδι» αλλά ξέπλυμα μαύρου χρήματος που θα περνάει ωε έσοδα από παίκτες, δεν χάλασε κι ο κόσμος… Η κυβέρνηση δεν είναι αυτή που προσπαθεί να δώσει κίνητρα ώστε ένα μέρος από το αδήλωτο χρήμα να επιστρέφει στο τραπεζικό σύστημα και να φορολογηθεί; Και μπορεί και να έχει δίκιο εάν σκεφτούμε ότι το μόνο πράγμα που μπορούμε να παράγουμε σε αυτή τη χώρα είναι έσοδα για την αποπληρωμή του χρέους, ακόμη και εάν αυτό γίνεται με το να αφήνουμε ανεξέλεγκτη μια κοινωνική πρακτική που είναι εθιστική, διαλύει κοινωνικές σχέσεις, και οδηγεί ανθρώπους στην εξαθλίωση και την υπερχρέωση, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει να αποκτούν επιπλέον έσοδα και δυνατότητα ξεπλύματος μαύρου χρήματος άνθρωποι της νύχτας, ακόμη και εάν βλέπουν να αυγατίζουν τα κέρδη τους επιχειρηματίες που τις «επενδύσεις» τους τις κάνουν με δανεικά.
Ο κρατικός ΟΠΑΠ με το Προ-Πο και τα Κρατικά Λαχεία ανήκαν σε μια εποχή που η έννοια «κρατικό μονοπώλιο» δεν θεωρείτο έγκλημα καθοσιώσεως, σε μια εποχή που θεωρούσε ότι ο τζόγος είναι κατά βάση μια επικίνδυνη δραστηριότητα που συνδέεται με την ηθική εξαχρείωση και άλλες μορφές παθογένειας και έπρεπε να επιτρέπεται μόνο υπό την επίβλεψη του κράτους και σε αυστηρό πλαίσιο. Όμως, ήταν εκείνη η εποχή που αξιοποίησε τον κρατικό τζόγο για να χρηματοδοτηθούν ο αθλητισμός και ο πολιτισμός, να χτιστούν γήπεδα, να πάρει χρήματα το Υπουργείο Πολιτισμού για να συντηρήσει την πολιτιστική κληρονομιά ή για να ενισχύσει πολιτιστικές δράσεις, από τα περιφερειακά θέατρα έως την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή. Σίγουρα μεγάλο μέρος από αυτά τα χρήματα σπαταλήθηκε, με αποκορύφωμα τη μαύρη τρύπα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 που ακόμη τους ξεπληρώνουμε, ή απλώς χρησιμοποιήθηκε για να χτιστούν πελατειακοί μηχανισμοί ή τέλος έγιναν οικονομική ενίσχυση των ΜΜΕ μέσω της διαφήμισης, όμως, γινόταν σαφές ότι η αφετηρία ήταν η κοινωνική χρησιμότητα των πόρων από τον κρατικό τζόγο.
Τώρα έχουμε περάσει σε μια άλλη εποχή. Ο τζόγος θεωρείται ένα ακόμη πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, ένα ακόμη πεδίο «επένδυσης», και δη από τα πιο κερδοφόρα, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι εντέλει εμπορεύεται τον εθισμό του κοινού σε μια πρακτική που το οδηγεί να παίζει και να ξαναπαίζει.
Η άμυνα απέναντι στις βλαβερές συνέπειες περιορίζεται στα ψιλά γράμματα των έντυπων διαφημίσεων και τα μηνύματα για τον κίνδυνο εθισμού που ακούγονται βιαστικά στις υπόλοιπες. Άλλωστε, όταν ο κόσμος χάνει κάθε ελπίδα ότι μπορεί να κάνει τη ζωή του καλύτερη παλεύοντας για αυτήν, ο τζόγος φαντάζει ωε η μόνη διέξοδος μήπως και ζήσει μια καλύτερη μέρα.
Καθόλου τυχαίο που έχει εξαφανιστεί σχεδόν το Προ-Πο, παιχνίδι που ήθελε γνώση, μελέτη και τεχνική εκτός από ρίσκο, ή το ότι υποχωρεί το Στοίχημα, που επίσης θέλει γνώση, και ανερχόμενα είναι το Κίνο και τα «φρουτάκια», παιχνίδια δηλαδή σκέτης τύχης.
Και το χειρότερο, αυτοί που κραύγαζαν για τα κρατικά μονοπώλια και «το άνοιγμα της αγοράς» δεν έχουν κανένα πρόβλημα να υπάρχει ένα ιδιωτικό μονοπώλιο στον τζόγο, το οποίο δεν έχει απλώς κατοχυρώσει το μεγαλύτερο μέρος του τζίρου, αλλά σε ό,τι αφορά τα «φρουτάκια» έχει κερδίσει το δικαίωμα να ορίσει ποιοι θα τα πάρουν και πού. Ένα ιδιωτικό μονοπώλιο η κερδοφορία και η ισχύς του οποίου θα περνάει από την επέκταση του τζόγου, από τη δυνατότητα να σπαρθούν εκατοντάδες μικρά καζίνο σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Η Ελλάδα μέρα τη μέρα μετατρέπεται σε μια χώρα που το μόνο που παράγει είναι ακυρωμένο μέλλον. Ακόμη και η αναιμική «ανάπτυξη» που ανακοινώνουν οι κυβερνώντες ότι μόλις κατέφτασε, στην πραγματικότητα σημαίνει την αναίρεση κάθε πραγματικής εξόδου από το τέλμα. Το να βαφτίζεις τον ανεξέλεγκτο τζόγο «ανάπτυξη» σημαίνει να βγάζεις κέρδος από την παραίτηση των ανθρώπων, από το ότι έχουν πάψει να πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους με σχέδιο, γνώση και προσπάθεια. Σε μια χώρα όπου η ελπίδα έχει δραπετεύσει καιρό τώρα, επόμενο ήταν να γίνει και η απελπισία εμπόρευμα.
Διαβάστε το άρθρο “Ο ΤΖΟΓΟΣ ΦΕΡΝΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ” του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου στην πηγή “REPORT”