Μετά τη ρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου των VLTS και των καζίνο, σειρά παίρνει η διαδικτυακή αγορά των τυχερών παιχνιδιών. Το τρίτο νομοσχέδιο που είχε προαναγγελθεί από τον ΥΠΟΙΚ με στόχο τη συνολική ρύθμιση της αγοράς παιγνίων στη χώρα αναμένεται να συναντήσει και τις περισσότερες δυσκολίες.
Αν και το οικονομικό επιτελείο είχε δημιουργήσει προσδοκίες ότι θα έφερνε στη Βουλή προς συζήτηση ένα σχέδιο νόμου πριν το τέλος του έτους, η πραγματικότητα είναι πως η ρύθμιση της αγοράς των τυχερών παιχνιδιών και, δη, του ιντερνετικού τζόγου απαιτεί εξαιρετικά προσεκτική προσέγγιση, καθώς απαιτείται να μπουν κανόνες από το μηδέν σε μια αγορά που ήδη λειτουργεί.
Η αιτία είναι το μεταβατικό καθεστώς λειτουργίας υπό το οποίο λειτουργούν σήμερα 24 (σ.σ. στην πράξη είναι περισσότεροι) πάροχοι τυχερών παιγνιδιών μέσω του διαδικτύου. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούν µε βάση το µεταβατικό καθεστώς της παραγράφου 12 του άρθρου 50 του ν.4002/2011 – Α 180, με τις πιο γνωστές εξ αυτών να πραγματοποιούν ετησίως σημαντικού ύψους έσοδα, χωρίς όμως να υπάρχει σαφής εικόνα για το κατά πόσο αποδίδουν στο Δημόσιο τους φόρους που τους αναλογούν.
Στην τελευταία έκθεση πεπραγμένων της Επιτροπής Παιγνίων (αγορά στο 2015, για το 2016 και 2017 δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα στοιχεία) αναφέρεται πως τα ακαθάριστα έσοδα (κύκλος εργασιών µείον τις αποδόσεις των παικτών) των 21 (όσες δηλαδή δήλωσαν τα έσοδά τους) από τις 24 εταιρείες του µεταβατικού καθεστώτος, ανήλθαν μόλις σε 116 εκατ.ευρώ. Από αυτά, το κράτος εισέπραξε (φόρος) 34,9 εκατ.ευρώ.
Εκτιμάται ότι για το 2016 από όσες προσωρινά αδειοδοτημένες εταιρείες δήλωσαν μικτά έσοδα, αυτά ανήλθαν αθροιστικά σε 208 εκατ. ευρώ, καταβάλλοντας ως φόρους περί τα 70 εκατ. ευρώ στα κρατικά ταμεία. Συνολικά, με βάση ανεπίσημα στοιχεία, τα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου από τη φορολόγηση των ακαθάριστων εσόδων των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην online αγορά τυχερών παιχνιδιών, ανήλθαν στα 160 εκατ. ευρώ για το διάστημα από το 2014 έως το πρώτο εξάμηνο του 2017. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, είναι πανδήλως γνωστό ότι ο παράνομος διαδικτυακός στοιχηματισμός στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε μάστιγα.
Η κυβέρνηση επιθυμεί να τεθεί τέλος στο επί εξαετία μεταβατικό αυτό καθεστώς και να ρυθμίσει τη συγκεκριμένη αγορά, προκηρύσσοντας νέες άδειες. Η ΕΕΕΠ έχει ήδη ξεκινήσει να εργάζεται σε αυτή την κατεύθυνση, έχοντας ήδη στα χέρια τις τοποθετήσεις φορέων, εταιρειών και ευρύτερα των stakeholders της αγοράς, στο πλαίσιο της σχετικής διαβούλευσης που ήδη έχει εκκινήσει. Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr., έχουν ζητηθεί και οι τοποθετήσεις των κομμάτων επί του θέματος.
Ζητούμενο και η έγκριση από την Ε.Ε.
Παράλληλα, ήδη έχει παραδοθεί η σχετική μελέτη της Grand Thorton που στην πράξη αποτελεί ένα “οδικό χάρτη” για τη ρύθμιση της αγοράς τυχερών παιχνιδιών μέσω του διαδικτύου. Η μελέτη προτείνει διαφορετικά μοντέλα ρύθμισης και ανάπτυξης της αγοράς, τα οποία θα ληφθούν υπόψη από την ΕΕΕΠ και τη κυβέρνηση ώστε να συγκροτηθεί το προτεινόμενο σχέδιο νόμου. Σημειωτέον ότι για τις ρυθμίσεις που θα φέρει η κυβέρνηση προς ψήφιση, θα πρέπει να ενημερωθούν υποχρεωτικά οι αρμόδιες ευρωπαϊκές επιτροπές, κάτι που μεταφράζεται σε επιπρόσθετη χρονική καθυστέρηση πέραν του χρόνου που αντικειμενικά απαιτείται για να υλοποιηθεί η νομοθετική αυτή παρέμβαση. Παράλληλα, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί πως ακριβώς σκοπεύει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση την πάγια θέση του ΟΠΑΠ περί αποκλειστικού δικαιώματος έως το 2020 στο αθλητικό στοιχηματισμό μέσω του διαδικτύου.
Σε κάθε περίπτωση, το βασικό σενάριο που θα κληθεί να αξιολογήσει η κυβέρνηση, βάση και της μελέτης της Grand Thorton, είναι η χορήγηση απεριόριστου αριθμού αδειών για τυχερά παιχνίδια μέσω διαδικτύου, έναντι τιμήματος που θα καταβάλλεται ετησίως. Συγκεκριμένα προβλέπεται η χορήγηση δύο τύπων αδειών, για αθλητικό στοιχηματισμό και ανταλλακτήρια στοιχηματισμού και για άλλα παιγνίδια όπως online πόκερ, ρουλέτα, αριθμοπαίγνια κλπ. Το εφάπαξ κόστος ανά άδεια, 7ετούς ισχύος, προτείνεται να οριστεί στα 500 χιλιάδες ευρώ, ενώ προβλέπεται ένα ετήσιο κόστος που δεν αναμένεται να ξερνά τις 50 χιλιάδες ευρώ. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι πως προτείνεται ειδική διαδικασία αδειοδότησης των υφιστάμενων παρόχων, κάτι που σημαίνει ότι δεν προκρίνεται η εφαρμογή μιας black period (σ.σ. διάστημα που σταματά κάθε δραστηριότητα, όπως συνέβη λ.χ. στην περίπτωση της ιταλικής αγοράς).
Σε λειτουργικό επίπεδο προκρίνεται η υποχρέωση για εγκατάσταση SAFE διακομιστή εντός της χώρας για κλειστό σύστημα κύκλωμα πληρωμών και για υλοποίηση συναλλαγών μέσω αποκλειστικά αδειοδοτημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Παράλληλα, απαιτείται η διατήρηση ελάχιστων οικονομικών προϋποθέσεων (μετοχικό κεφάλαιο 200.000 ευρώ, οικονομική φερεγγυότητα παρόχου και μετόχων κλπ), ενώ τα στα εταιρικά σχήματα που θα ζητήσουν αδειοδότηση δεν θα πρέπει να υπάρχει συμμετοχή παρόχων υπηρεσιών πληρωμής και το αντίστροφο. Σε ότι αφορά την φορολόγηση, το ύψος της παραμένει στο 35%, ως ισχύει σήμερα. Ωστόσο τίθενται δύο ζητούμενα: το ύψος της είναι ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές αγορές ιντερνετικού τζόγου, άρα δεν είναι βέβαιο κατά πόσον θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στην προσέλκυση νέων επενδυτών. Επιπλέον θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ζητήματα ανταγωνισμού δεδομένου ότι από το 2020, σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, θα ισχύσουν διαφορετικού φορολογικοί συντελεστές στα νέα καζίνο.
Η Grant Thornton, πάντως, εκτιμά στη μελέτη της πως η αγορά του διαδικτυακού τζόγου μπορεί να αναπτυχθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια και μάλιστα με διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης, ενώ υπολογίζει ότι από το 2019 (έως το 2030) τα πρόσθετα ετήσια δημόσια έσοδα από συμμετοχή στα μικτά κέρδη των εταιρειών (gaming tax) θα ανέλθουν σε περίπου 40 εκατ ευρώ ετησίως. Εκτιμά, τέλος, ότι έως το 2030 το μέγεθος της διαδικτυακής αγοράς τυχερών παιχνιδιών θα αντιστοιχεί στο 30% της συνολικής αγοράς στην Ελλάδα.
Διαβάστε το άρθρο ““Ανοίγει” η αγορά του ιντερνετικού τζόγου αλλά… όχι άμεσα” του Νίκου Χρυσικόπουλου στην πηγή “www.capital.gr”