Την εκτίμηση ότι το μέγεθος της ελληνικής αγοράς θα αυξηθεί κατά 30% μετά και την αδειοδότηση των online εταιρειών στοιχηματισμού, των VLT’s και της επαναφοράς του Ξυστό πραγματοποιεί η Deutsche Bank σε έκθεσή της εν όψει των ρυθμίσεων που προωθεί η κυβέρνηση για τα τυχερά παιχνίδια.
Στο πλαίσιο των προωθούμενων ρυθμίσεων, αναμένουν υψηλά έσοδα κυρίως από τα VLT’s και τον online στοιχηματισμό. Σε ότι αφορά τα «φρουτάκια», η Deutsche Bank υπολογίζει ότι η συγκεκριμένη αγορά μπορεί να αποφέρει ακαθάριστα κέρδη ύψους 413 εκατ. ευρώ τον πρώτο χρόνο μετά την απελευθέρωση (το 2012 βάσει του Μνημονίου) και τα 713 εκατ. ευρώ το 2020 (σ.σ. η εκτίμηση ωστόσο γίνεται βάσει αδειών για 50 χιλιάδες τερματικά, ωστόσο ο αριθμός τους αναμένεται να διαμορφωθεί περίπου στις 32 χιλιάδες).
Σε ότι αφορά τον διαδικτυακό στοιχηματισμό, η έκθεση κάνει λόγο για μικρή ακόμη διείσδυση στην αγορά παρά την ταχύτατη ανάπτυξή του. Η D.B. υπολογίζει ότι από τον συνολικό τζίρο των 3 δισ. ευρώ που αφορά στον αθλητικό στοιχηματισμό, περίπου το 10% πραγματοποιήθηκε online το 2009. Ωστόσο, οι αναλυτές θεωρούν πως σταδιακά η αναλογία αυτή θα ανατρέπεται εις βάρος του offline. Σαφή συμπεράσματα, πάντως, για την μορφή που θα έχει η αγορά δεν συνάγονται, καθώς παραμένει ακόμη άγνωστος ο τρόπος και οι όροι αδειοδότησης, καθώς και ο αριθμός των νέων παικτών.
Η D.B υιοθετεί δύο σενάρια: μια πλήρη απελευθέρωση (στα πρότυπα της Μ . Βρετανίας) θα επιφέρει ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης, φθάνοντας στο 16% της συνολικής αγοράς μόλις ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση. Αντίθετα, μια μερική απελευθέρωση (στα πρότυπα της Ιταλίας), θα μειώσει το ποσοστό αυτό ελαφρά, στο 13%.
Για το «Ξυστό», ο οίκος προβλέπει ότι τελικά θα είναι δύο οι άδειες που θα δημοπρατηθούν, κάτι που αποτελεί μέχρι στιγμής το επικρατέστερο σενάριο. Η αξία τους τοποθετείται στα 75 εκατ. ευρώ έκαστη για 10 χρόνια, με ένα 30% φόρο στα ακαθάριστα κέρδη. Η έκθεση υπολογίζει το μέγεθος της αγοράς του «Ξυστό» στα 125 εκατ. ευρώ το 2011.
Στην έκθεση οι αναλυτές τοποθετούν τα ακαθάριστα κέρδη από τον «παράνομο» τζόγο στην Ελλάδα μεταξύ 200 και 300 εκατ. ευρώ ετησίως, δηλαδή περίπου στο 8% με 12% της εκτιμώμενης αξίας της νόμιμης αγοράς το 2010.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ, σήμερα δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, πάνω από 250 τόποι διαδικτυακού στοιχηματισμού, από τους οποίους περίπου 60 είναι μεταφρασμένοι και στα ελληνικά, πράγμα που σημαίνει ότι δέχονται συστηματικά τη συμμετοχή Ελλήνων παικτών.
Επιπλέον, αναφορικά με τα τυχερά παιχνίδια, εκτιμάται ότι σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα μας 10 με 20 χιλιάδες ηλεκτρονικές μηχανές τύπου AWPs (Amusements With Prizes) και 100 με 150 χιλιάδες ηλεκτρονικοί υπολογιστές (Η/Υ) δημόσιας χρήσης παρέχοντας παράνομα τυχερά παιχνίδια (τύπου «φρουτάκια»).
Ο ετήσιος τζίρος του παράνομου διαδικτυακού στοιχήματος στην Ελλάδα εκτιμάται ότι είναι της τάξεως των 2 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου ισάξιος του επίγειου στοιχήματος του ΟΠΑΠ. Επιπλέον αυτού του ποσού, ο τζίρος στα ανταλλακτήρια στοιχηματισμού, παράνομου πόκερ και παιχνιδιών καζίνο ανέρχεται, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, σε περίπου 1,5-2 δισ. ευρώ. Σε αυτά τα ποσά θα πρέπει να προστεθούν και ο τζίρος των μηχανημάτων AWPs και Η/Υ δημόσιας χρήσης που λειτουργούν με παράνομα παιχνίδια στοιχηματισμού, ο οποίος υπολογίζεται σε 800 εκατ. ευρώ. Συνολικά, ο ετήσιος τζίρος όλων αυτών των τυχερών παιχνιδιών εκτιμάται σε πάνω από 4 δισ. ευρώ.
Νίκος Χρυσικόπουλος Capital.gr