Τις θέσεις της επί του Πλαισίου Νομοθετικής Πρωτοβουλίας για τη “Ρύθμιση της Αγοράς Παιγνίων” που κατατέθηκε για Δημόσια Διαβούλευση στις 26 Αυγούστου 2010 παρουσίασε η Stanleybet International.
Η εταιρεία σε σχετική ανακοίνωση καλοσωρίζει τις αλλαγές στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο που θα το καταστήσουν συμβατό με τις διατάξεις της Συνθήκης για την ΕΕ αναφορικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 57) και την ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 49).
Εκφράζει ωστόσο επιφυλάξεις για το νομοσχέδιο επισημαίνοντας ότι “η εταιρεία μας και πάλι δεν θα είναι σε θέση να δραστηριοποιηθεί στην ελληνική αγορά μέσω ενός διεθνούς αδειοδοτικού σχήματος, δικαιώματος που κατοχυρώνεται με βάση τη νομοθεσία της ΕΕ, καθώς δεν προβλέπεται η μη διαδικτυακή παροχή υπηρεσιών αθλητικού στοιχήματος”.
Υποστηρίζει παράλληλα ότι “αυτό το ΄άνοιγμα΄ της αγοράς θα συναντήσει εμπόδια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) και θα αναγκάσει την Ελλάδα να αρχίσει εκ νέου τις μεταρρυθμίσεις, με ακόμη πιο σημαντικό οικονομικό κόστος”.
Αναλυτικά, το κείμενο θέσεων της Stanleybet:
“Η Stanleybet είναι η μεγαλύτερη εταιρία παροχής διασυνοριακού αθλητικού στοιχήματος στην ΕΕ. Ως πάροχος επίγειων υπηρεσιών αθλητικού στοιχηματισμού, χωρίς δηλαδή να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο διαδίκτυο, η Stanleybet είναι παρούσα σε 7 Ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Κύπρο, Κροατία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ρουμανία) και διαθέτει πάνω από 2.000 σημεία πώλησης, απασχολώντας άμεσα ή έμμεσα περίπου 2.500 άτομα σε όλη την Ευρώπη.
Αποτελούσε ανέκαθεν πεποίθησή μας ότι έχουμε το νόμιμο δικαίωμα να δραστηριοποιηθούμε στην Ελλάδα και πιστεύαμε πάντα ότι το ελληνικό μονοπώλιο — που συνίσταται στην εκχώρηση μίας και μόνο άδειας στην ΟΠΑΠ Α.Ε., μια ιδιωτική κερδοσκοπική εταιρία, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών — αντίκειται στη νομοθεσία της ΕΕ, ιδίως δε στην ίδια τη Συνθήκη για την ΕΕ. Αναφορικά με αυτό, πρέπει να τονισθεί ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αιτιολογημένη γνώμη που εξέδωσε σε βάρος της Ελλάδας το Φεβρουάριο του 2008 (η σχετική υπόθεση εκκρεμεί), όσο και οι Εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας στην εισήγησή τους επί της αγωγής μας το Φεβρουάριο του 2009, συμφωνούν ότι το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο αντίκειται προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Κατ’ αρχήν, καλωσορίζουμε αλλαγές στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο που θα το καταστήσουν συμβατό με τις διατάξεις της Συνθήκης για την ΕΕ αναφορικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 57) και την ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 49).
Παρά ταύτα, νιώθουμε υποχρεωμένοι να τονίσουμε ότι, όπως προκύπτει από το προσχέδιο του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών που αναρτήθηκε για διαβούλευση στις 26 Αυγούστου 2010, η εταιρία μας και πάλι δεν θα είναι σε θέση να δραστηριοποιηθεί στην ελληνική αγορά μέσω ενός διεθνούς αδειοδοτικού σχήματος, δικαιώματος που κατοχυρώνεται με βάση τη νομοθεσία της ΕΕ, καθώς δεν προβλέπεται η μη διαδικτυακή παροχή υπηρεσιών αθλητικού στοιχήματος. Οφείλουμε δε να επισημάνουμε πως η εταιρεία μας είναι η μόνη ευρωπαϊκή εταιρεία παροχής υπηρεσιών αθλητικού στοιχήματος που υπέβαλε αίτηση χορήγησης αδείας από το 2005, αίτημα στο οποίο οι Ελληνικές Αρχές ουδέποτε απάντησαν, γεγονός που μας έχει οδηγήσει να υποβάλουμε ένσταση στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Πιστεύουμε ότι αν η Ελλάδα αποφασίσει να ανοίξει την αγορά αποκλειστικά στον τομέα των μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών και του διαδικτυακού στοιχήματος και αποκλείσει το μη διαδικτυακό αθλητικό στοίχημα διατηρώντας τους υπάρχοντες μονοπωλιακούς περιορισμούς, όπως συνάγεται από το προς διαβούλευση προσχέδιο, τότε το άνοιγμα αυτό θα τονίσει την ασυμβατότητα του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου με τη νομοθεσία της ΕΕ παρότι το νομοσχέδιο επικαλείται την ανάγκη προσαρμογής του ελληνικού νομικού πλαισίου με την κοινοτική νομοθεσία.
Αντίθετα, υποστηρίζουμε πως αυτές οι διαφαινόμενες επιμέρους μόνο ρυθμίσεις κάποιων αγορών όπου εξαιρείται αυτή της παροχής επίγειων (μη διαδικτυακών) υπηρεσιών αθλητικού στοιχήματος θα εντείνουν την έλλειψη συμμόρφωσης του ελληνικού νομικού πλαισίου με τις γενικώς αποδεκτές αρχές της περί ανταγωνισμού νομοθεσίας και το κοινοτικό δίκαιο.
Έχουμε λόγους να υποστηρίζουμε ότι αυτό το «άνοιγμα» της αγοράς θα συναντήσει εμπόδια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) και θα αναγκάσει την Ελλάδα να αρχίσει εκ νέου τις μεταρρυθμίσεις, με ακόμη πιο σημαντικό οικονομικό κόστος. Πιο συγκεκριμένα:
1. Τα τυχερά παιχνίδια ως οικονομική δραστηριότητα
Είναι αλήθεια πως το ΔΕΚ έχει αναγνωρίσει ότι το κάθε κράτος μέλος της ΕΕ έχει ως ένα βαθμό τη διακριτική ευχέρεια να ορίζει τις δικές του πολιτικές σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν μονοπωλιακούς περιορισμούς για το μη διαδικτυακό αθλητικό στοίχημα υπό εξαιρετικά αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες στην Ελλάδα — για να το υπενθυμίσουμε — έχουν ήδη αμφισβητηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο σχετικής έρευνας.
Εν τούτοις, το ΔΕΚ έχει δηλώσει, με χαρακτηριστική συνέπεια, ότι αυτοί οι περιορισμοί μπορούν να ισχύσουν μόνο αν μια χώρα δεν θεωρεί τα τυχερά παιχνίδια πηγή δημοσίων εσόδων . Αυτή η άποψη διατυπώθηκε πολύ πρόσφατα, στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, στις αποφάσεις Markus Stoß (Υπόθεση C-409/07) και Carmenmedia (Υπόθεση C-46/08), καθώς και σε παλαιότερες αποφάσεις όπως οι Gambelli και Placanica.
Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει δημοσίως ότι προτίθεται να εξασφαλίσει έσοδα της τάξης των 700 εκατομμυρίων Ευρώ από τα τυχερά παιχνίδια ως το 2011, ενώ πρόκειται να αντληθούν και πρόσθετα κεφάλαια από τα τυχερά παιχνίδια ως το 2012 (Ν. 3845/2010, σελ. 1349, ΦΕΚ 65/2010). Πρόκειται για μια σαφέστατη δήλωση η οποία προξενεί απορία για το κατά πόσον το προς διαβούλευση προσχέδιο πρέπει να θεωρείται μέσο για τη συγκέντρωση των εν λόγω κεφαλαίων.
Ως εκ τούτου, εφ’ όσον η Ελλάδα έχει αποφασίσει τώρα να καταστήσει τα τυχερά παιχνίδια πηγή εσόδων — με άλλα λόγια, κανονική οικονομική δραστηριότητα — η συνέχιση της μονοπωλιακής αντιμετώπισης τους δεν μπορεί να έχει, πλέον, νομική βάση.
2. Η ασυμβατότητα μεταξύ της αδειοδότησης μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών και του μονοπωλιακού αθλητικού στοιχήματος
Στην τελευταία απόφασή του επί της υπόθεσης Markus Stoß, το ΔΕΚ δήλωσε σαφέστατα στο εδάφιο (δ) της παραγράφου 1 της τελικής απόφασης ότι αν ένα κράτος μέλος ακολουθεί επεκτατική πολιτική σε έναν τομέα τυχερών παιχνιδιών που είναι πιο εθιστικός από το αθλητικό στοίχημα, διατηρώντας παράλληλα το μονοπώλιο του αθλητικού στοιχήματος, τότε το εν λόγω μονοπώλιο καθίσταται ασύμβατο με τη νομοθεσία της ΕΕ.
Η διεθνής έρευνα για τα τυχερά παιχνίδια έχει καταδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι το διαδικτυακό στοίχημα, τα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών και τα καζίνα εγκυμονούν υψηλότερο κίνδυνο εθισμού από το μη διαδικτυακό στοίχημα.
Επομένως, αν η Ελλάδα αποφασίσει να επεκτείνει τις άδειες καζίνων και να ανοίξει την αγορά για τα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών και το διαδικτυακό στοίχημα προκειμένου να αυξήσει τα έσοδά της, διατηρώντας, ταυτόχρονα, το μονοπώλιο στο μη διαδικτυακό στοίχημα, τότε θα καταστεί ασύμβατη και σε αυτόν τον τομέα.
3. ΔΕΚ: Το διαδικτυακό στοίχημα είναι πιο επικίνδυνο από το μη διαδικτυακό
Μία ακόμη προφανής ασυμβατότητα με τη νομοθεσία της ΕΕ έχει να κάνει με τη διαφαινόμενη πρόθεση ανοίγματος της αγοράς στο διαδικτυακό στοίχημα με παράλληλη διατήρηση του μονοπωλίου του μη διαδικτυακού στοιχήματος.
Το ΔΕΚ έχει επανειλημμένα κρίνει ότι το διαδικτυακό στοίχημα είναι πιο επιβλαβές για το δημόσιο συμφέρον και την προστασία του καταναλωτή εφόσον πιστεύει ότι εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους από τις παραδοσιακές μορφές τυχερών παιχνιδιών, δηλαδή τις μη διαδικτυακές. Το ΔΕΚ υποστήριξε αυτή την άποψη στην παράγραφο 70 της απόφασης Santa Casa (Υπόθεση C-42/07), καθώς και στις παραγράφους 101 και 102 της πιο πρόσφατης απόφασης Carmenmedia (Υπόθεση C-46/08).
Άρα τίθεται υπό αμφισβήτηση και είναι προφανέστατα ασύμβατη με τη νομοθεσία της ΕΕ, η προσφορά αδειών διαδικτυακού στοιχήματος με παράλληλη διατήρηση του μονοπωλίου του μη διαδικτυακού αθλητικού στοιχήματος, εφ’ όσον δεν μπορεί επ’ ουδενί να συμβιβασθεί με οποιαδήποτε αρχή περί προστασίας του καταναλωτή ή του δημόσιου συμφέροντος.
Ως εκ τούτου, είμαστε της γνώμης ότι τόσο η αγορά του διαδικτυακού στοιχήματος όσο και εκείνη του μη διαδικτυακού στοιχήματος πρέπει να τελούν υπό ρύθμιση και να επιτρέπεται η ύπαρξη αδειοδοτημένων και ρυθμιζόμενων εταιριών προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα φορολογικά έσοδα και να διασφαλισθεί η προστασία των καταναλωτών.
4. Ελληνικό μονοπώλιο: Ιδιωτική κερδοσκοπική εταιρία ως ρυθμιστής αγορών;
Ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει σαφώς από το προς διαβούλευση σχέδιο νόμου είναι ο ρόλος της ΟΠΑΠ Α.Ε. στις αγορές που θα ανοίξουν.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η ΟΠΑΠ Α.Ε. είναι μια κερδοσκοπική ιδιωτική εταιρία που κατέχει αποκλειστική μονοπωλιακή άδεια για αρκετά παιχνίδια, με πιο κερδοφόρα τα ΚΙΝΟ και ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ (αθλητικό στοίχημα), η οποία είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών, και στης οποίας το μετοχικό κεφάλαιο το Ελληνικό Δημόσιο συμμετέχει με 34%, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει σε ιδιώτες επενδυτές. Με αυτή της την ιδιότητα, η ΟΠΑΠ Α.Ε. λειτουργεί από κάθε άποψη ως νομικό πρόσωπο που πραγματοποιεί έσοδα προωθώντας τις πωλήσεις των προϊόντων του, μεταξύ άλλων του ΚΙΝΟ, όπως φαίνεται από το Δελτίο Τύπου της 25ης Μαΐου 2010 με το οποίο δήλωνε ότι “πάνω από 1,5 εκατομμύριο παίκτες του ΚΙΝΟ, θα κερδίσουν από 5 έως 500 ευρώ αν συμμετάσχουν στο παιχνίδι από τις 24 Μαΐου έως και τις 13 Ιουνίου 2010». Παρεμπιπτόντως, όπως έχει παραδεχτεί η ΟΠΑΠ Α.Ε. και η ελληνική κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επτιροπή, το ΚΙΝΟ είναι ένα εξαιρετικά εθιστικό παιχνίδι και, παρά ταύτα, εξακολουθούν να οργανώνονται τέτοιες προωθητικές δραστηριότητες σε αντίθεση με τη νομολογία του ΔΕΚ.
Μολονότι η Stanleybet είναι μια εταιρία διοργάνωσης μη διαδικτυακών αθλητικών στοιχημάτων, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι υπάρχουν προτάσεις στις παραγράφους Β και Δ του άρθρου 9 και στην παράγραφο Γ του άρθρου 11 της διαβούλευσης που προβλέπουν τον ορισμό της ΟΠΑΠ Α.Ε. περίπου ως ρυθμιστικής αρχής τόσο για την αγορά μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών όσο και για την αγορά του διαδικτυακού στοιχήματος.
Θεωρούμε ότι οι εν λόγω προτάσεις ουσιαστικά διασφαλίζουν δεσπόζουσα θέση υπέρ μιας ιδιωτικής εταιρίας σε δύο αγορές, πράγμα που αντίκειται σχεδόν σε κάθε διάταξη της περί ανταγωνισμού νομοθεσίας της ΕΕ.
Συμπεράσματα: Μια ρυθμιζόμενη και διαφανής αγορά μη διαδικτυακού αθλητικού στοιχηματισμού
Η Stanleybet διατηρούσε πάντα την άποψη ότι μια ρυθμιζόμενη αγορά διαδικτυακού αθλητικού στοιχηματισμού μπορεί να υπάρξει μόνο εάν συνυπάρχει με μια ρυθμιζόμενη μη διαδικτυακή αγορά και φαίνεται ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να καταστεί τελικά η ελληνική αγορά αθλητικών στοιχημάτων συμβατή με τη νομοθεσία της ΕΕ.
Εμείς υποστηρίζουμε μια ρύθμιση που θα διασφαλίσει την προστασία των καταναλωτών με παράλληλα έσοδα για το ελληνικό Δημόσιο, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζουμε ότι αυτά τα έσοδα θα πρέπει να προέρχονται από τη φορολόγηση και όχι από τα τέλη για την εκχώρηση επιμέρους δικαιωμάτων ανά κατάστημα ή σημείο πώλησης. Μια τέτοια απόπειρα έγινε στην Ιταλία το 2006 και ανάγκασε άλλες μεγάλες εταιρίες διοργάνωσης αθλητικών στοιχημάτων όπως οι William Hill και Ladbrokes να αποσυρθούν από την ιταλική αγορά εξαιτίας του δυσβάστακτου κόστους και των στρεβλώσεων της αγοράς που δημιούργησαν αυτά τα τέλη καθώς και της ευνοιοκρατίας που παρατηρήθηκε προς όφελος των υφιστάμενων πρώην μονοπωλίων. Τελικά, η Ιταλία αναγκάστηκε να ανακαλέσει αυτά τα τέλη χορήγησης δικαιωμάτων, αλλά η αγορά είχε ήδη παρουσιάσει αρκετές στρεβλώσεις με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολυάριθμων νομικών επιπλοκών που την επηρεάζουν ακόμα και σήμερα.
Ωστόσο, όταν η Ιταλία άνοιξε τελικά την αγορά της, είδε τα έσοδά της από το αθλητικό στοίχημα κυριολεκτικά να τετραπλασιάζονται από 1 δισ. Ευρώ το 2003 σε 3,9 δισ. Ευρώ το 2009.
Πιστεύουμε ότι ένα φιλικό προς τις επιχειρήσεις ρυθμιστικό περιβάλλον για την αγορά του μη διαδικτυακού αθλητικού στοιχήματος στην Ελλάδα, όπου οι αδειοδοτημένες εταιρίες θα μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μέσω υπαρχόντων πρακτόρων στην Ελλάδα οι οποίοι θα μπορούν να επιλέξουν τον πάροχο αθλητικού στοιχήματος που επιθυμούν, με παράλληλη διατήρηση άλλων μονοπωλιακών προϊόντων (π.χ. λαχείων) και με νέους πράκτορες που θα δραστηριοποιηθούν στην αγορά, θα οδηγήσει σε παρόμοια αποτελέσματα.
Η εμπειρία της Ιταλίας και του Βελγίου έχει δείξει ότι το άνοιγμα της αγοράς αυξάνει τα έσοδα για τους περισσότερους εμπλεκομένους εφ’ όσον φέρνει στην αγορά του νόμιμου μη διαδικτυακού στοιχήματος όλους εκείνους τους καταναλωτές που δραστηριοποιούντο παλιότερα σε λαθραία δίκτυα, μια πραγματική πηγή διαφθοράς και εγκληματικότητας όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία.
Ελπίζουμε ότι, εν τέλει, το οριστικό σχέδιο νόμου που θα υποβάλει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 98/34, προτού αυτό περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο, θα περιλαμβάνει διατάξεις για την αγορά του μη διαδικτυακού στοιχήματος.
Ωστόσο, παραμένουμε αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε τα νόμιμα δικαιώματά μας όπως αυτά κατοχυρώνονται από τη Συνθήκη για την ΕΕ και τη νομολογία του ΔΕΚ