Η οικονομική κρίση έχει πλήξει (και) τους παράνομους μπουκ του ποδοσφαιρικού στοιχήματος, οι οποίοι πλέον δεν κάνουν χρυσές δουλειές ανάλογες της δεκαπενταετίας 1990-2005. Αυτό αποκαλύπτει στο «Βήμα» ένας άλλοτε παράνομος μπουκ (ανωνύμως, για ευνόητους λόγους), ο οποίος προσθέτει ότι σημαντικό ρόλο στη φθίνουσα πορεία του… επαγγέλματος έπαιξε επίσης η υπόθεση των «στημένων» που συντάραξε το ελληνικό ποδόσφαιρο, καθώς αρκετοί ήταν εκείνοι οι μπουκ οι οποίοι φοβούμενοι τη σύλληψη αποσύρθηκαν…
Ποιος είναι ο τζίρος ενός παράνομου μπουκ;
«Αυτό εξαρτάται από το όνομα που διαθέτει στην ποδοσφαιρική και στοιχηματική πιάτσα. Τις καλές εποχές ένας καλός μπουκ μπορεί να έκανε τζίρο και 1 εκατ. ευρώ την εβδομάδα, δηλαδή 4 εκατ. ευρώ τον μήνα».
Ποιες θεωρούνται καλές εποχές;
«Από το 1990 ως το 2005. Αυτές ήταν οι χρυσές εποχές για τους μπουκ. Ως τότε ο πολύς κόσμος δεν ήξερε να παίζει, κοιμόταν, και οι μπουκ πλούτιζαν. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, πολλά χρόνια προτού καθιερωθεί το κουπόνι του ΟΠΑΠ, όλο το παιχνίδι γινόταν από την Κύπρο. Εκεί έβγαιναν τα κουπόνια με τις αποδόσεις, τα οποία στέλνονταν στην Ελλάδα. Αυτή η επιχείρηση έδινε τρελά λεφτά ως και το 2005 περίπου.
Μιλάμε για μια χρυσή δεκαπενταετία που οι μπουκ έπαιζαν χωρίς αντίπαλο. Οι παίκτες του στοιχήματος δεν ήξεραν τι τους γίνεται ποντάροντας στην τύχη ή στη βαριά φανέλα, ενώ στη συνέχεια και με το άνοιγμα του “Πάμε Στοίχημα” οι μπουκ τσάκισαν και τον ΟΠΑΠ που μέχρι να ξυπνήσει έχασε τρομερά λεφτά. Όταν για παράδειγμα κάποιος μπουκ είχε ένα σίγουρο ματς, είτε γιατί το έστηνε ο ίδιος είτε γιατί είχε τη σχετική πληροφόρηση, το πόνταρε σε πολλά δελτία σε διαφορετικά πρακτορεία του ΟΠΑΠ, τινάζοντας την μπάνκα στον αέρα. Την ώρα δηλαδή που ο μπουκ έριχνε την απόδοση του παράνομου στο 1,50, ο ΟΠΑΠ συνέχιζε να το προσφέρει στο 2,00, γεγονός που έδινε τη δυνατότητα στον μπουκ να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του, μολονότι κέρδιζαν και οι πελάτες του.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι μπουκ πλήρωναν τους πελάτες με χρήματα που αποκόμιζαν από νόμιμα κερδισμένα δελτία στον ΟΠΑΠ, βγάζοντας παράλληλα και μεγάλο κέρδος λόγω της διαφοράς στην απόδοση. Και έτσι ο ΟΠΑΠ ήταν ο μεγάλος χαμένος. Ή μήπως είναι τυχαίες οι λίστες των υπερτυχερών του στοιχήματος που έβγαλε μια εποχή η Λιάνα Κανέλλη; Πράγματι ήταν περίεργο ότι κάποιοι μονίμως είχαν ρέντα, ωστόσο δεν υπήρχε κάτι παράτυπο. Είχαν την πληροφορία και την πόνταραν. Απλά προφανώς ήξεραν κάτι περισσότερο από τους υπόλοιπους».
Και τι άλλαξε στη συνέχεια;
«Ο απλός παίκτης ξύπνησε. Αρχισε να μελετάει στο Internet, να έχει άμεση πληροφόρηση για τα νέα των ομάδων, για την άνοδο και την πτώση των αποδόσεων, ακόμη και για τις φήμες περί στημένων. Από ένα σημείο και μετά οι παίκτες έπαψαν να πιάνονται κορόιδα από τους μπουκ, οι οποίοι έπαθαν μεγάλη ζημιά. Ο ρομαντικός παίκτης του στοιχήματος, αυτός που έπαιζε μια ομάδα μόνο και μόνο επειδή είχε βαριά φανέλα ή που πόνταρε πολλά λεφτά στον αγαπημένο του σύλλογο από συναίσθημα, χωρίς να μελετήσει και χωρίς να ασχοληθεί, έχει πεθάνει. Πλέον ο κόσμος έχει ξυπνήσει και ποντάρει επιλεκτικά και στοχευμένα. Υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται καθημερινά, ακόμη και επαγγελματικά, με το στοίχημα και δεν πιάνονται πια εύκολα κορόιδα. Το ίδιο ισχύει και για τον ΟΠΑΠ, ο οποίος πλέον, προκειμένου να μην έχει χασούρα, ρίχνει κατακόρυφα τις αποδόσεις και φράζει παιχνίδια αν υπάρχει πληροφόρηση ή υποψία στησίματος ή ακόμη και αν σημειωθεί μια κατακόρυφη αύξηση του τζίρου σε ένα ματς, δίχως αυτό να συνεπάγεται και στήσιμο. Κάτι τέτοιο δεν γινόταν παλαιότερα…»
Σε τι ύψος κυμαίνεται σήμερα ο εβδομαδιαίος τζίρος ενός παράνομου μπουκ;
«Ούτε κατά διάνοια δεν πλησιάζει τα νούμερα του παρελθόντος. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν είναι 50.000 ή 100.000 ή 200.000 ευρώ την εβδομάδα, αλλά σίγουρα η πτώση είναι ραγδαία»
Τι οδήγησε σε αυτή την πτώση;
«Κατ’ αρχάς, το κυνηγητό από τις Αρχές. Μετά την υπόθεση των στημένων με τις τηλεφωνικές συνομιλίες που βγήκαν στη δημοσιότητα, αρκετός κόσμος φοβήθηκε ότι μπορεί να παρακολουθείται και αποσύρθηκε. Και οι μπούκηδες αλλά και οι παίκτες έκαναν πίσω. Περισσότερο όμως επηρέασε η οικονομική κρίση. Δεν κινούνται πλέον στην αγορά τα χρήματα που υπήρχαν στο παρελθόν. Εχουν τελειώσει τα μεγάλα πακέτα γιατί έχει τελειώσει και το μαύρο χρήμα που έρεε άφθονο. Ανθρωποι που παραμένουν ευκατάστατοι και που κάποτε έπαιζαν στο στοίχημα για την πλάκα τους 100.000 ευρώ την εβδομάδα, πλέον σκέφτονται αν θα ποντάρουν 200 και 300 ευρώ. Πολύ δε περισσότερο αυτό ισχύει για τους μικρότερους παίκτες που σκέφτονται ακόμη και το δεκάευρο».
Ισχύει ότι έχουν μειωθεί πλέον οι παράνομοι μπουκ στην Ελλάδα;
«Ναι. Επαιξαν ρόλο ο φόβος λόγω της ιστορίας των στημένων και η πτώση του τζίρου. Πλέον οι περισσότεροι μπουκ, που έβγαλαν πολλά εκατομμύρια τα προηγούμενα χρόνια, έχουν αποσυρθεί και ποντάρουν ως απλοί παίκτες, έχοντας όμως το πλεονέκτημα ότι διαθέτουν μεγάλη μπάνκα και διασυνδέσεις στο ποδοσφαιρικό κύκλωμα».
Πώς λειτουργεί μια επιχείρηση παράνομου στοιχηματισμού;
«Υπάρχει ο επικεφαλής, που έχει το κεφάλαιο και ηγείται της επιχείρησης, ο οποίος δημιουργεί ένα δίκτυο από αξιόπιστους συνεργάτες (ντίλερς), οι οποίοι με τη σειρά τους φέρνουν πελάτες. Κάτι σαν πωλητές που προσεγγίζουν κόσμο λανσάροντας το εμπόρευμα. Τα χοντρά πακέτα καταλήγουν στον επικεφαλής, ενώ ο μεσάζων παίρνει προμήθεια από 5% ως 10% του πονταρίσματος. Κάποια εποχή υπήρχαν παίκτες που έπαιζαν 300.000-500.000 ευρώ την εβδομάδα. Με έναν τέτοιο πελάτη, ο μεσάζων έβγαζε χωρίς να κάνει τίποτε, απλά προωθώντας τα στοιχήματα, 15.000-30.000 ευρώ την εβδομάδα».
Τι ανθρώπους περιλαμβάνει το πελατολόγιο ενός μπουκ;
«Ολων των ειδών. Από εφοπλιστές, επιχειρηματίες και καλλιτέχνες ως απλούς μεροκαματιάρηδες. Μια εποχή οι μισοί celebrities της Αθήνας έπαιζαν παράνομο στοίχημα: τραγουδιστές, ηθοποιοί, πολιτικοί, ακόμη και ποδοσφαιρικοί παράγοντες και ποδοσφαιριστές. Κόσμος και κοσμάκης. Και όλοι αυτοί δεν πήγαιναν στον ΟΠΑΠ για να μην καρφωθούν…».
«Περίεργες» ιστορίες
Το ποντάρισμα του ενός εκατoμμυρίου και τα στημένα
Πώς ορίζει ο παράνομος μπουκ τις αποδόσεις στο κουπόνι του;
«Εχει ως βάση το κουπόνι του ΟΠΑΠ, αλλά για να το κάνει πιο δελεαστικό δίνει μια μικρή αύξηση στις αποδόσεις της τάξεως του 0,5. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο μπουκ δέχεται μονά παιχνίδια που στον ΟΠΑΠ πρέπει να πονταριστούν σε δυάδες ή τριάδες και ότι υπάρχει η ανωνυμία του παίκτη. Επίσης δεν υπάρχει περιορισμός στο ύψος του πονταρίσματος και φορολογία επί των κερδών όπως στον ΟΠΑΠ. Αυτά βεβαίως ίσχυαν μέχρι και πριν από λίγο καιρό. Ακόμη και παράνομοι μπουκ πλέον έχουν αλλάξει τους κανόνες. Θέτουν περιορισμούς στους παίκτες αν μυριστούν ότι μπορεί να αναγκαστούν να πληρώσουν. Δεν δέχονται πια αλόγιστα τα πολύ μεγάλα πονταρίσματα, όπως παλιά. Δεν επιτρέπουν να παίζονται χρήματα με “αέρα” και βάζουν όρια ή αναγκάζουν τον παίκτη να παίξει σε δυάδες και τριάδες, προσπαθώντας να μειώσουν τις πιθανότητες επιτυχίας του».
Πώς δημιουργείται η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ μπουκ και παίκτη;
«Αυτό είναι κάτι που χτίζεται με τον καιρό. Πάει από στόμα σε στόμα, μιλάει ο ένας πελάτης με τον άλλο και σε συστήνουν σε νέο κόσμο. Φτιάχνεις ένα καλό όνομα στην πιάτσα ότι πληρώνεις στην ώρα σου και ότι είσαι αξιόπιστος και οι ενδιαφερόμενοι σε βρίσκουν. Μη νομίζεις όμως ότι δεν πέφτουν και “κανόνια”. Συμβαίνει συχνά και αναγκάζεσαι να κυνηγάς τον πελάτη για να πάρεις τα λεφτά που σου χρωστάει».
Με ποιους τρόπους;
«Στην αρχή με το καλό, αλλά αν δεν υπάρξει αποτέλεσμα πρέπει να πιέσεις αλλιώς. Αν ο πελάτης δεχτεί μια επίσκεψη κάτω από το σπίτι του, θα το σκεφτεί να μη δώσει τα χρήματα…».
Ποιο είναι το πιο δυνατό στοίχημα που έχεις ακούσει στην πιάτσα;
«Λέγεται ότι το 2005 στα προκριματικά του Μουντιάλ της Γερμανίας υπήρξε ποντάρισμα από τον ίδιο παίκτη ύψους 1 εκατ. ευρώ για την κατάκτηση της πρώτης θέσης από την Ουκρανία στον όμιλο στον οποίο αγωνιζόταν και η Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων παίχτηκε στον ΟΠΑΠ σε διαφορετικά δελτία και για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι που ο ΟΠΑΠ αναγκάστηκε να φράξει την επιλογή. Η Ουκρανία στο καθοριστικό παιχνίδι κέρδισε την Ελλάδα στο “Καραϊσκάκη” και κατέκτησε την πρώτη θέση στον όμιλο. Το κέρδος του παίκτη ξεπέρασε τις 900.000 ευρώ».
Ποια είναι η σχέση των παράνομων μπουκ με τα στημένα;
«Δεν ισχύει για όλους αυτό που πιστεύει ο περισσότερος κόσμος. Παράνομος μπουκ δεν σημαίνει απαραίτητα και στήσιμο αγώνα. Υπάρχουν μπουκ οι οποίοι είτε δεν έχουν τέτοια δύναμη είτε δεν θέλουν να μπουν σε αυτή τη διαδικασία. Εχουν ένα κεφάλαιο και κινούνται με βάση την αυξομείωση των αποδόσεων στην Ασία, τις πληροφορίες που συγκεντρώνουν από την ποδοσφαιρική πιάτσα, τις επαφές που έχουν παγκοσμίως και τις πιθανότητες που είναι πάντοτε υπέρ του μπουκ και όχι υπέρ του παίκτη. Υπάρχουν και άλλοι όμως που προσπαθούν να παρέμβουν στο παιχνίδι. Οταν παίζονται εκατομμύρια ευρώ, ο μεγάλος μπουκ θέλει να εξασφαλίσει το κέρδος του και να αποφύγει τη χασούρα. Και εκεί είναι που έρχονται τα στησίματα, είτε απευθείας με παίκτες, διαιτητές, προπονητές και ποδοσφαιρικούς παράγοντες είτε μέσω μάνατζερ που λειτουργούν ως μεσάζοντες, είτε ακόμη και με απειλές, αφού και η μαφία πλέον παίζει πρωτεύοντα ρόλο παγκοσμίως στο παράνομο στοίχημα».
Ποιοι και πώς στήνουν ματς (ή ειδικά πονταρίσματα) με στόχο τον πλουτισμό από το στοίχημα – Απαραίτητη προϋπόθεση η συμμετοχή-εμπλοκή στο κόλπο ποδοσφαιριστών ή διαιτητών
«Διπλό ημίχρονο – άσος τελικό» και άλλα πονηρά στοιχηματικά παιχνίδια..
Οταν πριν από πολλές δεκαετίες το ποδόσφαιρο πέρασε από τον ερασιτεχνισμό στον επαγγελματισμό τελείωσαν και τα χρόνια της αθωότητας. Πολύ δε περισσότερο όταν το ποδοσφαιρικό στοίχημα άρχισε να γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού. Ο «βασιλιάς των σπορ» όσο και αν συνεχίζει να προσελκύει τα πλήθη, δεν πείθει πια για την καθαρότητά του, ακόμη και στην καλύτερη μορφή του. Ενδεικτικό είναι πως όταν πριν από λίγο καιρό ένα καταπληκτικό παιχνίδι με γκολ, θέαμα και συγκινήσεις έληξε 3-2 υπέρ της γηπεδούχου ομάδας, η οποία όμως έχανε στο πρώτο ημίχρονο 1-2 από την αντίπαλό της, οι περισσότεροι ποδοσφαιρόφιλοι και δη παίκτες του στοιχήματος δεν ένιωσαν εκστασιασμένοι από ένα ματς-αποθέωση του ποδοσφαίρου, αλλά προβληματισμένοι για την ύπαρξη μιας αναμέτρησης με έντονη μυρωδιά στημένου στον γνωστό στοιχηματισμό «διπλό ημίχρονο – άσος τελικό»!
Η διαφθορά (και) στον χώρο του ποδοσφαίρου θεωρείται δεδομένη. Αλλωστε προϋπήρχε του ποδοσφαιρικού στοιχήματος, υπό διαφορετική μορφή ωστόσο. Παλαιότερα υπήρχε κατά κόρον η έννοια του «μιλημένου» όταν παράγοντες ή ποδοσφαιριστές δύο ομάδων συμφωνούσαν (ενίοτε όλοι με τη συμμετοχή και των διαιτητών), είτε με οικονομικά ανταλλάγματα είτε χαριστικά (λόγω φιλικών σχέσεων), να χειραγωγήσουν έναν αγώνα.
Από τη στιγμή όμως που το στοίχημα μπήκε στην καθημερινότητα του ποδοσφαίρου άλλαξε (σχεδόν αλλοίωσε) τα πάντα γύρω από το παιχνίδι. Οπως λέγεται χαρακτηριστικά, η δύναμη των μπουκ είναι τεράστια, σε τέτοιο βαθμό πλέον που μπορούν να στήσουν οποιοδήποτε παιχνίδι: από τις μικρές εθνικές κατηγορίες οποιασδήποτε χώρας μέχρι και τα ντέρμπι των σημαντικών πρωταθλημάτων…
Τα μεγάλα γραφεία παράνομου στοιχηματισμού δρουν με τη μορφή και τους κανόνες εγκληματικής οργάνωσης, εξ ου και οι στενές επαφές που έχουν με τη μαφία. Στηρίζονται σε ένα ευρύτατο δίκτυο συνεργατών παγκοσμίως και έχουν πλοκάμια παντού: σε διαιτητές, ποδοσφαιριστές, προπονητές, παράγοντες, ατζέντηδες και δημοσιογράφους, τους οποίους χρησιμοποιούν κατά το δοκούν, είτε προσφέροντας χρήματα είτε απειλώντας τους, προκειμένου να χειραγωγούν αγώνες.
Ειδικοί σε θέματα στοιχηματισμού τονίζουν ότι τα μεγαλύτερα στησίματα δεν γίνονται για να κερδίσει η μία ή η άλλη ομάδα (προκειμένου να πετύχει τους στόχους της) αλλά έχουν απώτερο σκοπό το οικονομικό όφελος των μπουκ. Οταν για παράδειγμα ένα παιχνίδι… φορτώνεται από τους παίκτες του στοιχήματος με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στον «άσο», οι μπουκ, έχοντας τον κίνδυνο να πληρώσουν πολλά σε πελάτες, φροντίζουν να «σπάσει» το σημείο είτε σε «Χι» είτε σε «διπλό». Και κάπως έτσι όλος ο κόσμος πάει στον λεγόμενο… κουβά με τους μπουκ να πανηγυρίζουν.
Στην εποχή του απόλυτου στοιχηματικού παραλογισμού πάντως το στήσιμο έχει ξεφύγει από τα στενά όρια του κλασικού (από την εποχή της άνθησης του Προ-Πο) σημείου 1-Χ-2. Η πλούσια γκάμα που προσφέρεται πλέον από τις στοιχηματικές εταιρείες δίνει τη δυνατότητα στους επιτήδειους (όχι απαραίτητα παράνομους μπουκ) για ένα σωρό… στησίματα. Από τον αριθμό των γκολ (over-under) ως τις καθυστερήσεις που θα δείξει ο διαιτητής στο α’ και στο β’ ημίχρονο, το πρώτο γεγονός στον αγώνα (φάουλ, ελεύθερο χτύπημα, πλάγιο, γκολ, πέναλτι), τον αριθμό των κίτρινων ή κόκκινων καρτών, τον καταλογισμό πέναλτι ή την αποβολή συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή, ακόμη και την επίτευξη αυτογκόλ! Πάντως, όπως λέγεται στους κύκλους των μπουκ, το… καλύτερο στήσιμο είναι αυτό που περιλαμβάνει το περίφημο «διπλό ημίχρονο – άσος τελικό» ή αντιστρόφως. Πρόκειται για την απόλυτη χειραγώγηση ενός αγώνα…
Ανεξάρτητα πάντως από τις προθέσεις-διαθέσεις των μπουκ ή των ποδοσφαιρικών παραγόντων, απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη ενός στησίματος παραμένει η συμμετοχή-εμπλοκή αυτών καθ’ αυτών των πρωταγωνιστών, τουτέστιν των ποδοσφαιριστών και των διαιτητών…
Διαβάστε το άρθρο «Επάγγελμα, παράνομος μπουκ» στην πηγή: ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ