Με το σύνθημα «Μπορείτε να γίνετε πλούσιος με ένα πεντάδραχμο» ξεκίνησε η ιστορία του ΟΠΑΠ, της μεγαλύτερης εισηγμένης εταιρείας τυχερών παιχνιδιών της γηραιάς ηπείρου, ένα σύνθημα που θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει σήμερα το ελληνικό Δημόσιο για να προσελκύσει τους ενδιαφερόμενους επενδυτές στο πάρα πέντε της πώλησης του 33% των μετοχών του Οργανισμού.
Το «διαμάντι» της ελληνικής οικονομίας ετοιμάζεται να γυρίσει σελίδα στην ιστορία του, με την προγραμματισμένη πλήρη ιδιωτικοποίησή του να βρίσκεται προ των πυλών και με τη χρηματιστηριακή του αποτίμηση να φθάνει στα χαμηλότερα ιστορικά επίπεδα, υποβαθμίζοντας μια εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία πενήντα και πλέον ετών. Το αναμενόμενο τίμημα για την πώληση του τελευταίου πακέτου των μετοχών του είναι εξαιρετικά χαμηλό και υπογραμμίζει την αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να εκμεταλλευτεί έναν Οργανισμό που εδώ και πάρα πολλά χρόνια αποτελεί έναν από τους ελάχιστους -εάν όχι τον μοναδικό- «στυλοβάτες» των δημοσιονομικών εσόδων.
Με την αποκρατικοποίηση του Οργανισμού στην τελική της ευθεία, μια ιστορία 54 ετών φθάνει στο τέλος της και ο ΟΠΑΠ θα αρχίσει σύντομα μια νέα πορεία ως μια πλήρως ιδιωτική εταιρεία που θα ελέγχεται από ελληνικά, ευρωπαϊκά ή διεθνή συμφέροντα.
Σε μια στιγμή που η ελληνική οικονομία κλυδωνίζεται από τη δεινή ύφεση, ο ΟΠΑΠ έχει καταφέρει να παραμείνει στο «ύψος των περιστάσεων», να απασχολεί σε καθημερινή βάση το διεθνές επενδυτικό κοινό και να αποτελεί εν ολίγοις το φως στο σκοτεινό τούνελ της ύφεσης, παραμένοντας στην κορυφή του ευρωπαϊκού χάρτη τυχερών παιχνιδιών, εμφανίζοντας κερδοφορία που θα ζήλευαν ακόμη και παγκόσμιοι κολοσσοί.
Σημείο-σταθμός
Σημείο-σταθμό για τον ΟΠΑΠ αποτέλεσε το 1964, όταν το δημοφιλές ΠΡΟ-ΠΟ δεν είχε την αναμενόμενη αποδοτικότητα σε επίπεδο εισπράξεων. Η «ατυχία» αυτή ήταν και το έναυσμα για την πρώτη μεγάλη αλλαγή που ήρθε στις αρχές με την καθιέρωση των ομαδικών συστημάτων του ΠΡΟ-ΠΟ, που ήταν γνωστά από τη διεθνή εμπειρία.
Από το 1966 και μετά, οι παίκτες πλέον είχαν μπροστά τους δελτία με πολλές περισσότερες επιλογές και πιο κοντά σε αυτά που έχουν σήμερα. Την περίοδο που ακολούθησε ιδρύονται ταυτόχρονα πρακτορεία ΠΡΟ-ΠΟ σε περίπου 70 πόλεις πανελλαδικά και το δίκτυο των πρακτορείων αρχίζει να λαμβάνει σάρκα και οστά. Η ανάπτυξη του ΟΠΑΠ και η διάδοση του ΠΡΟ-ΠΟ την περίοδο έως το 1974 υπήρξε εντυπωσιακή, με το σύνολο των πρακτορείων να έχει φθάσει τις 2.000 και τις πωλήσεις να εκτοξεύονται στο 1,3 δισ. δραχμές (3,8 εκατ. ευρώ).
Αν το 1958 ήταν η χρονιά γέννησης του Οργανισμού, το 1999 ήταν το έτος αναγέννησής του με τη μετατροπή του σε ανώνυμη εταιρεία. Με αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 10 δισ. δραχμές, ο Οργανισμός ένα χρόνο αργότερα υπογράφει σύμβαση με το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκχωρεί για είκοσι χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2020, το αποκλειστικό δικαίωμα της διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας έντεκα συνολικά παιχνιδιών. Το τελικό τίμημα της εν λόγω άδειας διαμορφώθηκε στα 322,8 εκατ. ευρώ.
Χαμένες ευκαιρίες
Τον Απρίλιο του 2001, ο Οργανισμός παίρνει το δρόμο προς τη Σοφοκλέους με τη διάθεση ουσιαστικά του πρώτου -από τα άλλα τέσσερα που ακολούθησαν- πακέτα μετοχών. Από τότε και μέχρι σήμερα, ο ΟΠΑΠ ήταν πάντα ο «κρυφός άσος στο μανίκι» των εκάστοτε κυβερνήσεων και η πώληση μετοχών του ήταν πάντα η «εύκολη λύση» για την τόνωση των δημοσιονομικών εσόδων της χώρας. Η «χρυσή χήνα» του ελληνικού Δημοσίου, όπως έχει χαρακτηριστεί δικαίως από πολλούς, είχε βέβαια τα πάνω και τα κάτω της στη Σοφοκλέους, επηρεαζόμενη πάντα από το γενικότερο κλίμα της ελληνικής οικονομίας και του Χρηματιστηρίου.
Το πρώτο πακέτο των μετοχών που διατέθηκε, λίγους μήνες μετά την επίσημη ένταξη της χώρας μας στο ευρώ [EUR=X] , αντιστοιχούσε στο 5,36% των μετοχών και η τιμή διάθεσης ήταν 5,5 ευρώ ανά μετοχή.
Οι πρώτες μετοχές του Οργανισμού, δηλαδή, πουλήθηκαν υψηλότερα από την τιμή της μετοχής σήμερα, έντεκα χρόνια μετά. Με συνολικά έσοδα 90 εκατ. ευρώ, η πρώτη μετοχοποίηση στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, όπως και οι επόμενες που ακολούθησαν. Τον Ιούλιο του 2002 η διάθεση του 18,9% απέφερε έσοδα 508 εκατ. ευρώ, ενώ η ανταπόκριση των επενδυτών σε Ελλάδα και εξωτερικό είχε σαν αποτέλεσμα να καλυφθεί η συνδυασμένη προσφορά κατά 3,8 φορές.
Οι επιτυχημένες δημόσιες εγγραφές συνεχίστηκαν με επόμενο σημείο-σταθμό τον Ιούλιο του 2003 με την πώληση του 24,4% και έσοδα 736 εκατ. ευρώ και τον Ιούλιο του 2005 με τη διάθεση του 16,44% με συνολικά έσοδα 1,26 δισ. ευρώ. Η τιμή διάθεσης της μετοχής στην τελευταία μετοχοποίηση είχε διαμορφωθεί στα 21,73 ευρώ. Μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών, από την πρώτη μετοχοποίηση έως την τελευταία, το ελληνικό Δημόσιο συγκέντρωσε 2,6 δισ. ευρώ διαθέτοντας το 66% του Οργανισμού.
Τίτλοι τέλους
Οι τίτλοι τέλους που αναμένεται να πέσουν στα τέλη της φετινής χρονιάς ή στις αρχές της επόμενης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του Δημοσίου στον Οργανισμό, μάλλον θα κλείσουν άδοξα. Μέσα σε ένα διάστημα πέντε ετών, η τιμή της μετοχής του ΟΠΑΠ έχει μειωθεί κατά 84%, ενώ φαντάζει πλέον σαν ένα κακόγουστο αστείο η μεγαλύτερη εισηγμένη εταιρεία τυχερών παιχνιδιών της Ευρώπης να έχει χρηματιστηριακή αξία που δεν ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ, χαμηλότερα δηλαδή από την αξία του 1,7 δισ. ευρώ που είχε όταν ακολούθησε το δρόμο προς τη Σοφοκλέους, πριν από έντεκα χρόνια.
Ως ειρωνεία της τύχης μπορεί επίσης κανείς να χαρακτηρίσει την εκδήλωση στις 28 Απριλίου της περασμένης χρονιάς, όταν με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από το «κρέμασμα» της μετοχής του Οργανισμού στο ταμπλό, ο τότε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, Γιάννης Σπανουδάκης, «χτύπησε» τιμητικά το κουδούνι για την έναρξη της συνεδρίασης, στη λήξη της οποίας η κεφαλαιοποίηση του ΟΠΑΠ είχε ξεπεράσει τα 4,6 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν τετραπλάσια απ’ ό,τι είναι σήμερα. Με άλλα λόγια, εάν η κυβέρνηση είχε προχωρήσει μόλις πριν από 18 μήνες στην πώληση του ποσοστού θα μπορούσε να έχει έσοδα τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ, χωρίς την προστιθέμενη αξία που πιθανότατα να ακολουθήσει τη συμφωνία με τον επενδυτή. Σήμερα, με βάση τα επίπεδα στα οποία κινείται η μετοχή του Οργανισμού, το τίμημα που θα μπορέσει -χωρίς την προστιθέμενη αξία- να πετύχει η κυβέρνηση βάσει της κεφαλαιοποίησης του ΟΠΑΠ δεν ξεπερνά τα 500 εκατ. ευρώ.
Η μετοχή του Οργανισμού άρχισε ουσιαστικά την πτωτική της πορεία από το δεύτερο εξάμηνο του 2009 -ακόμη και τότε, όμως, ήταν σε επίπεδα τετραπλάσια συγκριτικά με τα σημερινά- με τη μετοχή να κυμαίνεται στα περίπου 17 ευρώ. Αν το ελληνικό Δημόσιο είχε προχωρήσει στην πώληση πριν από το δεύτερο εξάμηνο της ίδιας χρονιάς, το τίμημα με βάση την κεφαλαιοποίηση θα ξεπερνούσε τα 2,4 δισ. ευρώ, καθώς η τιμή της μετοχής διαμορφωνόταν στα 23 ευρώ κατά μέσο όρο.
Σταδιακά η μετοχή του ΟΠΑΠ έφθασε στις αρχές της φετινής χρονιάς να διαπραγματεύεται σε επίπεδα όχι υψηλότερα των 8 ευρώ με σημείο ναδίρ στα μέσα Σεπτεμβρίου, μετά τις ανακοινώσεις του υπ. Οικονομικών για τη νέα φορολόγηση στα κέρδη του Οργανισμού, όταν η μετοχή υπέστη μεγάλες απώλειες και η κεφαλαιοποίηση του Οργανισμού έχασε έως και το 1/3 της αξίας της.
Οι απώλειες για το ελληνικό Δημόσιο δεν περιορίζονται, ωστόσο, μόνο στο πολύ χαμηλό τίμημα που αναμένεται να προσελκύσει η διάθεση του 33% των μετοχών του, καθώς ο Οργανισμός «στηρίζει» το βασικό του μέτοχο εδώ και χρόνια με την υψηλή κερδοφορία του, τη γενναιόδωρη μερισματική πολιτική αλλά και την κοινωνική συνεισφορά του. Τα κέρδη ακόμη και μια δύσκολη χρονιά όπως το 2011 έφθασαν τα 537 εκατ. ευρώ, ενώ μέχρι και πέρυσι -όταν οι συνολικές πωλήσεις υποχώρησαν στα 4,35 δισ. ευρώ λόγω της ύφεσης- ο συνολικός τζίρος του ΟΠΑΠ διαμορφωνόταν για μια τετραετία (2006-2010) άνω των 5 δισ. ευρώ. Συνολικά μόνο για τη διετία 2009-2010 ο Οργανισμός κατέβαλε 704 εκατ. ευρώ σε φόρους και άλλα 48 εκατ. ευρώ σε χορηγίες στον πολιτισμό, την υγεία και τον αθλητισμό. Επιπλέον, μόνο για την περίοδο 2006-2011, το ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από τον ΟΠΑΠ μερίσματα ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ.
«Κυνηγός – θήραμα»
Εξίσου ειρωνικό είναι το γεγονός ότι από «κυνηγός» ο Οργανισμός γίνεται σήμερα «θήραμα» καθώς το 2009 διεκδικούσε την τουρκική κρατική λοταρία Milli Piyango, ανταγωνιζόμενος την κοινοπραξία του τουρκικού ομίλου Dogan και της Lottomatica και σήμερα, τρία χρόνια μετά, οι δύο όμιλοι εμφανίζονται ως πιθανοί υποψήφιοι για την εξαγορά του 33% των μετοχών του.
Παρότι «χαμένος» από την τρέχουσα οικονομική συγκυρία, ο ΟΠΑΠ εισέρχεται σε μια νέα εποχή στην οποία αναμένεται να δοκιμάσει την «τύχη» του και εκτός συνόρων, αλλά και σε νέες δραστηριότητες. Από τις δύο στήλες του ΠΡΟ ΠΟ με ποντάρισμα πέντε δραχμές, ο Οργανισμός σήμερα είναι έτοιμος να εισέλθει στην αγορά των VLTs, να ανταγωνιστεί διεθνείς εταιρείες στο Διαδίκτυο και να δικαιώσει μια επιτυχημένη πορεία πολλών ετών.
Διοίκηση
Η ιστορία των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στην πολυετή διαδρομή του ΟΠΑΠ άρχισε με τον Τζώρτζη Αθανασιάδη, ιδρυτή και εκδότη της εφημερίδας «Η Ναυτεμπορική», που διετέλεσε πρόεδρος του Οργανισμού, ενώ ήταν ένας εκ των δημιουργών του. Στη φωτογραφία διακρίνεται, αριστερά δύο σειρές πίσω από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στο κέντρο, μετά από η συνεδρίαση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Αθλητισμού (15 Απριλίου 1959).
Η ιστορία των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στην πολυετή διαδρομή του ΟΠΑΠ άρχισε με τον Τζώρτζη Αθανασιάδη, ιδρυτή και εκδότη της εφημερίδας «Η Ναυτεμπορική», που διετέλεσε πρόεδρος του Οργανισμού, ενώ ήταν ένας εκ των δημιουργών του.
Ακολούθησαν αρκετοί πρόεδροι, αντιπρόεδροι και γενικοί διευθυντές, ενώ ανάμεσα στα πρόσωπα του ΟΠΑΠ των τελευταίων δύο δεκαετιών που διαδραμάτισαν ρόλο και στο πολιτικό σκηνικό της χώρας περιλαμβάνεται και ο Ντίνος Ρόβλιας, ο πρώην υφυπουργός Εσωτερικών, κατά τη διάρκεια της θητείας του οποίου, το 1990, εισήχθη στην ελληνική αγορά το δημοφιλές παιχνίδι ΛΟΤΤΟ. H διοίκηση του ΟΠΑΠ είχε ανέκαθεν πολιτική χροιά, καθώς κάθε κυβερνητική αλλαγή συνοδευόταν από αλλαγές στο διοικητικό συμβούλιο και στους προέδρους αλλά και διευθύνοντες συμβούλους του Οργανισμού, αρκετοί εκ των οποίων προέρχονταν από την ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και από το χώρο του αθλητισμού.
Ο Χρήστος Σαλαλές είναι ο άνθρωπος το όνομα του οποίου είναι συνδεδεμένο με τις τεχνολογικές εξελίξεις στον Οργανισμό, καθώς προχώρησε το 1995 στη μετάβαση από το χειρόγραφο στο μηχανογραφημένο δελτίο, ενώ το 1999 ο ίδιος προχώρησε στην υπογραφή της πολυσυζητημένης σύμβασης του ΟΠΑΠ με την Intralot για την οργάνωση του «Πάμε Στοίχημα».
Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Κοσκινάς ήταν ο πρώτος πρόεδρος του Οργανισμού στη «χρηματιστηριακή» εποχή του, κατά τη διάρκεια της θητείας του οποίου ολοκληρώθηκαν επιτυχώς οι δύο πρώτες Δημόσιες Εγγραφές και αυτός που ουσιαστικά έδωσε το σύγχρονο προφίλ που έχει ο Οργανισμός σήμερα. Ο ίδιος αποφάσισε και τη μεταφορά της έδρας του Οργανισμού από την πλατεία Κουμουνδούρου στα σύγχρονα γραφεία στο Περιστέρι, στα τέλη του 2003.
Σύντομη θα περιέγραφε κανείς τη θητεία του κοσμήτορα της Νομικής Σχολής Αναστάσιου Φιλιππίδη και του Σωτήρη Κωστάκου, οι οποίοι λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ανέλαβαν τα καθήκοντα των προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου αντίστοιχα.
Τον Απρίλιο του 2005 και λίγο πριν από την τελευταία μετοχοποίηση, τα καθήκοντα του διευθύνοντος συμβούλου αναλαμβάνει ο κ. Βασίλης Νειάδας. Υπό τη θητεία του η ΟΠΑΠ Υπηρεσιών, με πρόεδρο τον Σεραφείμ Λιάπη, ξεκίνησε ένα project, που ολοκληρώθηκε πριν από λίγους μήνες, για την πανελλαδική αναμόρφωση των πρακτορείων του Οργανισμού και τη δημιουργία μιας ενιαίας εταιρικής εικόνας.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 2007, τα ηνία αναλαμβάνει ο καθηγητής Χρήστος Χατζηεμμανουήλ. Ο κ. Χατζηεμμανουήλ έδωσε για πρώτη φορά εξωστρεφή χροιά στη στρατηγική του ΟΠΑΠ, καθώς υπό τη διοίκησή του ο Οργανισμός διεκδίκησε την τουρκική κρατική λοταρία, στην άκαρπη -όπως απεδείχθη- προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης για ιδιωτικοποίησή της.
Η θητεία του Ιωάννη Σπανουδάκη ξεκίνησε λίγο πριν από την εκπνοή του 2009. Αρχικά είχε το ρόλο του διευθύνοντος συμβούλου, καθώς πρόεδρος ήταν ο Χάρης Σταματόπουλος, ο οποίος την άνοιξη του 2011 παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του για να αναλάβει διοικητική θέση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο Σπανουδάκης, τεχνοκράτης και μάνατζερ με μεγάλη εμπειρία, ανέλαβε τα ηνία του Οργανισμού στην πιο κρίσιμη ίσως στιγμή της ιστορίας του εξαιτίας του «ανοίγματος» της ελληνικής αγοράς τυχερών παιχνιδιών, της εισόδου του Οργανισμού στα VLTs, αλλά και στο Διαδίκτυο. Οπως όλα δείχνουν, ο σημερινός επικεφαλής του Οργανισμού, ο οικονομολόγος Κωνσταντίνος Λουρόπουλος. θα αποτελέσει την τελευταία «πολιτική επιλογή» για το τιμόνι του Οργανισμού και τον τελευταίο -ιστορικά- πρόεδρο που επιλέχθηκε από ελληνική κυβέρνηση.
Η γέννηση του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου
Όλα ξεκίνησαν το 1958, όταν έπειτα από πρόταση του τότε πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, θεσπίζεται ο Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου και ταυτόχρονα το «Δελτίον Προγνωστικών» το γνωστό μας ΠΡΟ-ΠΟ. Το πρώτο παιχνίδι του ΟΠΑΠ εισέβαλε στη ζωή των Ελλήνων λίγο αργότερα, την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, με 12 αγώνες, δύο στήλες και κόστος 5 δραχμές.
Την ίδια περίοδο, δόθηκαν οι πρώτες άδειες σε πράκτορες που την εποχή εκείνη όμως ήταν ιδιοκτήτες ψιλικατζίδικων, γαλατάδικων και άλλων μικρομάγαζων στην περιοχή της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Τα σημερινά υπερσύγχρονα πρακτορεία με τις ψηφιακές οθόνες και τη «μίνιμαλ» διακόσμηση έχουν «προγόνους» καταστήματα σαν και αυτό του αγαπητού Κώστα Χατζηχρήστου στον «Μπακαλόγατο».
Τα μικρομάγαζα αυτά έγιναν γρήγορα πόλος έλξης των Ελλήνων που από τότε ήθελαν να κυνηγούν την τύχη τους και όλα αυτά σε συνδυασμό με το αγαπημένο τους άθλημα το ποδόσφαιρο. Η «τυχερή» αυτή συνταγή, με την οποία λειτουργεί ο Οργανισμός μέχρι σήμερα, ήταν και ο θεμέλιος λίθος της επιτυχίας.
Η διαφήμιση αποτελούσε ανέκαθεν ένα πολύτιμο σύμμαχο και ο Οργανισμός ήταν από τότε αρκετά πρωτοπόρος και δημιουργικός. Στη μάχη για την αύξηση της δημοτικότητας των Δελτίων του ο ΟΠΑΠ χάριζε «έπαθλα» όπως πολλά κιλά ρύζι αντίστοιχα με το βάρος του νικητή, κρουαζιέρες, κασετόφωνα, αυτοκίνητα, ψυγεία, κ.λπ.
Μέσα σε ένα χρόνο από την ίδρυσή του ο ΟΠΑΠ είχε φθάσει τα 808 πρακτορεία τα οποία παρουσίαζαν συνολικές ετήσιες εισπράξεις 128.000 δραχμών (375,6 ευρώ), ενώ έπειτα από ένα χρόνο το κάθε ένα παρουσίαζε μέση καθαρή ετήσια είσπραξη 157.000 δραχμών (460,7 ευρώ). Ο ΟΠΑΠ ξεκίνησε με το «δεξί» και η τύχη φαίνεται ότι του χαμογέλασε πολύ γρήγορα γιατί το 1963 έφθασε να παρουσιάζει εισπράξεις 177,2 εκατ. δραχμές (περίπου 520 χιλ. ευρώ) και έκτοτε αποτελούσε και επίσημα έναν «πολυεκατομμυριούχο» Οργανισμό.
Γράφει: Μελίνα Καλαμπόκα