Στην αδειοδότηση των παροχών υπηρεσιών τυχερών παιγνίων μέσω Διαδικτύου προχωρεί η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών. Η πρόθεση αυτή εκφράστηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη, απαντώντας σε σχετική ερώτηση στην ελληνική Βουλή πριν από λίγες ημέρες. Την ίδια θέση υποστήριξε, μιλώντας σε συνέδριο για τα τυχερά παίγνια, και ο επικεφαλής της Επιτροπής Εποπτείας & Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ) Αντώνης Στεργιώτης. Αμφότεροι υποστήριξαν ότι το μεταβατικό καθεστώς των 24 παρόχων τυχερών παιγνίων μέσω Internet, που έλαβαν προσωρινές άδειες λειτουργίας το 2011, πρέπει να λήξει.
Μάλιστα ο αναπλ. ΥΠΟΙΚ εξέπληξε τους πολίτες κάνοντας λόγο για μια πενιχρή φορολογία ύψους 62.000 ευρώ που καταβλήθηκε τα τελευταία τρία χρόνια από τις 24 εταιρείες. Με βάση τον εκτιμώμενο τζίρο των διαδικτυακών παρόχων τυχερών παιγνίων στην Ελλάδα, τα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου θα έπρεπε να κυμαίνονται σε ετήσια βάση μεταξύ 60 έως 120 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τον κ. Αλεξιάδη, οι εταιρείες αυτές δεν μπορούν να ελεγχθούν φορολογικά καθώς διαθέτουν τις υποδομές τους στο εξωτερικό.
Η κυβέρνηση ωστόσο ωθείται στο ξεκαθάρισμα του διαδικτυακού τζόγου. Ο υπουργός ανέφερε ότι το νέο καθεστώς θα επιβάλει στους παρόχους να έχουν τις εγκαταστάσεις τους (και) στην Ελλάδα, προκειμένου να μπορούν να ελεγχθούν φορολογικά, αλλά και για άλλους λόγους ασφάλειας. Διακρίνεται ωστόσο ότι η κυβέρνηση κινείται προς την κατεύθυνση της νομιμοποίησης του διαδικτυακού τζόγου, ράθυμα και κυρίως εξαιτίας της πίεσης του ΟΠΑΠ. Ο τελευταίος και οι πράκτορές του έχουν ξεκινήσει δικαστικό αγώνα κατά της βαριάς φορολογίας 10% έως 20% επί του τζίρου που επιβλήθηκε από την αρχή του έτους στα τυχερά παίγνιά τους. Στις νομικές προσφυγές που κατατέθηκαν στο ΣτΕ, τίθεται το επιχείρημα της διακριτικής μεταχείρισης και της νόθευσης του ανταγωνισμού, καθώς οι 24 πάροχοι, αλλά και τα καζίνο, δεν πληρώνουν τον αντίστοιχο φόρο. Έτσι η κυβέρνηση, για να μη χάσει νομικά την υπόθεση αυτή, αναγκάζεται να κινηθεί προς την επιβολή της ίδιας φορολογίας, ξεκινώντας από τους διαδικτυακούς πάροχους.
Ωστόσο, και η κίνηση αυτή αποτελεί «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» για την κυβέρνηση. Αν δεν νομιμοποιηθούν οι 24 πάροχοι, η κυβέρνηση θα κατηγορηθεί για νόθευση του ανταγωνισμού και η φορολογία στον ΟΠΑΠ μπορεί να καταπέσει. Αν πράξει το αντίθετο, τότε, εφόσον η αδειοδότηση περιλάβει το αθλητικό στοίχημα, εγείρονται εκ νέου αξιώσεις αποζημίωσης του ΟΠΑΠ. Ο τελευταίος θεωρεί ότι διαθέτει το μονοπωλιακό δικαίωμα μέχρι το 2020, με βάση τις συμφωνίες ΟΠΑΠ και ελληνικού Δημοσίου, του 2000 και του 2011. Επιπλέον, η συμφωνία πώλησης του 33% του ΟΠΑΠ στην Emma Delta το 2013 φαίνεται να περιλαμβάνει ρήτρα ύψους 60 εκατ. ευρώ στην περίπτωση που το δικαίωμα του αθλητικού διαδικτυακού στοιχήματος δοθεί σε τρίτους. Από την άλλη πλευρά, μέσω στοιχηματισμού σε ζωντανά τυχερά παίγνια καζίνο (π.χ. black jack, ρουλέτα) και χωρίς το αθλητικό στοίχημα, ο διαδικτυακός τζόγος θα είναι κλινικά νεκρός και κανένας ιδιώτης δεν θα ενδιαφερθεί.
Η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να αναζητεί τρόπους ξεπεράσματος του σκοπέλου της ρήτρας στη συμφωνία του 2013. Στελέχη του ΥΠΟΙΚ κάνουν λόγο για διαφορετικές νομικές ερμηνείες στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ωστόσο, αν το επιχείρημα ήταν ισχυρό, τότε θα μπορούσε αρκετά εύκολα να προχωρήσει προς την κατεύθυνση ξεκαθαρίζοντας το τοπίο γύρω από τους 24 προσωρινούς αδειοδοτημένους πάροχους.
Έτσι, όλα δείχνουν ότι η προσπάθεια ανοίγματος της αγοράς των διαδικτυακών τυχερών παιγνίων οδηγεί στη δημιουργία του τρίτου μετώπου της κυβέρνησης με τον ΟΠΑΠ. Το πρώτο αφορά τα VLTs, για τα οποία ο ΟΠΑΠ ήδη έχει προσφύγει στα διαιτητικά δικαστήρια αιτούμενος αποζημίωση άνω του 1 δισ. ευρώ. Το δεύτερο μέτωπο αφορά την επιβολή της νέας φορολογίας επί των εσόδων, που επιβλήθηκε από 1/1/2016 και για την οποία ήδη έχει προσφύγει στο Συμβούλιο τα Επικρατείας.
Διαβάστε το άρθρο “Προς νομιμοποίηση ηλεκτρονικού τζόγου κινείται η κυβέρνηση” του Βαγγέλη Μανδραβέλη στην πηγή “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”