Αρχική ΝΕΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΩΝ Τσιμπίδας: «Γιατί ρε παιδιά, χάθηκε το ισιάδι;».

Τσιμπίδας: «Γιατί ρε παιδιά, χάθηκε το ισιάδι;».

από ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΤΟΜΑΛΗΣ
Μόνο 6 λεπτά

Δευτέρα απομεσημέρο στο Πρακτορείο ο Κυρ Γιάννης. Όπως κάθε μέρα άλλωστε, στο ίδιο μέρος, καμιά τριανταριά χρόνια τώρα. Αλλά η Δευτέρα έχει πάντα άλλη χάρη! Μετά την κούραση από το εξαντλητικό ωράριο του Σαββατοκύριακου, ο Κυρ Γιάννης έχει τώρα το «δικαίωμα» να πάρει μία ανάσα, αλλά και να σκεφτεί… Να σκεφτεί δυστυχώς τις υποχρεώσεις που τρέχουν και ποτέ σταματημό δεν έχουν. Τριάντα χρόνια κάνει αυτή τη δουλειά, Πράκτορας ΟΠΑΠ για τους άλλους, «ο προποτζής της γειτονιάς μας» για τους φίλους ο Κυρ Γιάννης, θυμήθηκε πρώτα απ’ όλα, τα όνειρα που έκανε από την πρώτη μέρα που «πάτησε» το πόδι του στο μαγαζί, τη μάχη της επιβίωσης που ξεκίνησε να δίνει με μοναδικό όπλο στα χέρια του «το προπάκι», άντε και κάνα λαχείο, το κρατικό κατά προτίμηση, το οποίο ο κόσμος έπαιζε παλιότερα με ιδιαίτερο κέφι. Κρατούσε ακόμη το έθιμο βλέπετε… Θυμήθηκε το ΛΟΤΤΟ που έδωσε νέα πνοή στο μαγαζί του, έφερε νέο κόσμο και χαράμι το ξενύχτι, έφερε και μία δεκάρα παραπάνω στην τσέπη του.
Οι καιροί όμως συνεχώς αλλάζουν… Έχουν ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις ανάθεμά τους, σκέφτηκε. Στο τέλος της δεκαετίας του ’90, έβλεπε τον κόσμο να αραιώνει από το μαγαζί του. Έψαχνε τότε να βρει μήπως κάτι δεν κάνει καλά. Το… μυστικό του το αποκάλυψε ένας από τους νεαρότερους πελάτες του. Ήταν λέει ένα νέο παιχνίδι που είχε μπει παράνομα στην αγορά, στοίχημα το λέγανε, με το οποίο ασχολούνταν πολύς κόσμος, αλλά επειδή αυτό το παιχνίδι δεν παιζόταν στην Ελλάδα, έκανε τους παίκτες να αναζητούν «κουπόνια» από το εξωτερικό. Κι εκεί έπαιζαν. Κι όχι μόνο εκεί! Ακόμη και στο καφενείο της γειτονιάς τους έβρισκαν αυτά τα παράξενα χαρτιά, τα «κουπόνια»! «Ποιο προπάκι κυρ Γιάννη, ακόμη εκεί είσαι; Το στοίχημα είναι όλα τα λεφτά» του έλεγε. Ξεσηκώθηκε ο Κυρ Γιάννης μαζί με όλους τους συναδέλφους του. «Θέλουμε κι εμείς το στοίχημα στο μαγαζί μας». Και να η πίεση στην εταιρία και να, επιτέλους και το στοίχημα στο μαγαζί του.
Νέα ανάσα, νέα αισιοδοξία πως επιτέλους τα πράγματα θα φτιάξουν και θα γίνουν καλύτερα. Όμως και πάλι, μετά από δύο – τρία χρόνια ήρθε η νέα προσγείωση στην πραγματικότητα! Νέα αραίωση των πελατών του. «Μα τι δεν κάνω καλά;» αναρωτήθηκε πάλι…
 

«Το ίντερνετ κυρ Γιάννη. Εκεί είναι τα λεφτά! Καλύτερες αποδόσεις και μονά παιχνίδια. Ποιες τριατοτετράδες τώρα… Πλάκα μας κάνεις;» του ξεφούρνισε το μυστικό άλλος ένας από τους μέχρι τότε καλούς πελάτες του! Μπασμένος στο παιχνίδι αυτός, από τους… έξυπνους παίκτες, με καμιά δεκαριά πιστωτικές κάρτες στο πορτοφόλι του. Με πολλά… «διαβατήρια» δηλαδή προς τους εξωτικούς παραδείσους του ιντερνετικού στοιχήματος…

«Κι εγώ τι κάνω τώρα;» αναρωτήθηκε ο Κυρ Γιάννης της ιστορίας μας. «Δεκαέξι ώρες τη μέρα στο Πρακτορείο, με τις υποχρεώσεις και τα έξοδα να τρέχουν, πώς θα τα βάλω με τα θηρία από του διαόλου τη μάνα που με το πάτημα ενός κουμπιού μπορούν και μπαίνουν ελεύθερα, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, στο σπίτι του καθενός»;
Παράνομος δεν μπορούσε να γίνει ο Κυρ Γιάννης. Αν ήθελε να γίνει παράνομος, θα είχε γίνει από τα νιάτα του. Δεν θα καθόταν δεκαέξι ώρες τη μέρα να μαζεύει πενταροδεκάρες…
Νέες πιέσεις. «Φτιάξτε το παιχνίδι, κάντε το ανταγωνιστικό» φώναζε ο Κυρ Γιάννης, «μας φεύγουν οι πελάτες». Ακόμη κι έτσι όμως το πάλευε. Είχε πολλά ακόμη πλεονεκτήματα. Είχε τη δική του παρουσία στο μαγαζί, τις σχέσεις με τους πελάτες του που φρόντιζε να είναι οι καλύτερες δυνατές, τα κεράσματα, τα… δανικά κι αγύριστα, έστω κι αν με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβε πως έτσι, το μόνο που κατάφερνε ήταν να κάνει ζημιά στο μαγαζί του και τα έκοψε κι αυτά. Πλέον η ταμπέλα «βερεσέ δεν έχει» είχε πάρει περίοπτη θέση στο μαγαζί του…
Τα χρόνια πέρναγαν κι όπως είπαμε οι καιροί συνεχώς αλλάζουν κι έχουν όλο και περισσότερες υποχρεώσεις. Και καθώς φαίνεται είχε πολλούς μπασμένους στα κόλπα πελάτες του… Ένας άλλος μορφονιός του πέταξε το άλλο, το καλύτερο μυστικό! «Διάβασα στις εφημερίδες Γιάνναρε πως έρχονται τα φρουτάκια. Τρία σε κάθε μαγαζί! Εσύ ακόμη σε αυτό το μαγαζί μένεις; Νοίκιασε βρε άνθρωπε ένα μεγαλύτερο μαγαζί, γέμισέ το με τηλεοράσεις και πολυτελείς καρέκλες! Μέχρι και καναπέδες να βάλεις! Πού θα κάθονται οι πελάτες σου τώρα με τα φρουτάκια; Άσε που θα εξελιχθεί και το λάιβ στοίχημα και θα έχεις περισσότερο κόσμο όλη τη μέρα στο μαγαζί σου. Τρέχα Γιάνναρε. Τρέχα να προλάβεις τις εξελίξεις». Ο Κυρ Γιάννης έγινε…. Γιάνναρος. Βλέπεις ο πελάτης ήταν από τους καλύτερους φίλους του. Μπορούσε να του μιλάει χωρίς το κυρ στο όνομά του… Τι κολλητός φίλος ήτανε…
Τον άκουσε κι αυτόν το φίλο ο κυρ Γιάννης. Άλλωστε είπαμε, ήταν μπασμένος στα κόλπα κι αυτός ο πελάτης. Το φύσαγε το χρήμα. Με καμιά εικοσαριά πιστωτικές κάρτες στο πορτοφόλι του αυτός…
Τον άκουσε κι αυτόν ο κυρ Γιάννης. Μαγαζί με περισσότερα τετραγωνικά. Τηλεοράσεις; Όσες ήθελες. Τύφλα να έχει ο Κωτσόβολος. Υπολογιστές, τάμπλετ, να φάνε και οι κότες. Καρέκλες και τραπέζια που δεν έχουν τα καλύτερα κέντρα, από αυτά που αναλαμβάνουν εκδηλώσεις για γάμους και βαφτίσια!!! Κούκλα το έκανε το μαγαζί ο Κυρ Γιάννης. Για να προλάβει τις εξελίξεις. Και για να κάνει και το «καθήκον» του και προς την εταιρία και προς τους πελάτες του. Να μη έχει κανείς να του πει κουβέντα πως έμεινε πίσω. Πως δεν προσπάθησε…
Το καθήκον του λοιπόν το έκανε ο Κυρ Γιάννης. Ταυτόχρονα όμως μάθαινε πως την Ελλάδα τη κτύπησε η κρίση. Ατέλειωτη κρίση! Στο όνομα της κρίσης λοιπόν, έρχονταν συνεχώς άσχημα μαντάτα που δεν τα είχε υπολογίσει ούτε ο Κυρ Γιάννης, ούτε οι μπασμένοι στα κόλπα φίλοι του που του «έσκαγαν» τα μυστικά…
«Ξέχνα τον τρόπο φορολόγησης που ήξερες Κυρ Γιάννη» του είπε μία μέρα ο λογιστής του. «Τώρα πρέπει να ανοίξουμε βιβλία εσόδων εξόδων. Α και που είσαι, πρέπει να πληρώσουμε και προκαταβολή φόρου για του χρόνου και βλέπουμε». Μεγαλύτερη φορολογία, μεγαλύτερα ασφάλιστρα, όλα στην καμπούρα του Κυρ Γιάννη.
Και τα φρουτάκια; Το είχε διαβάσει ο ίδιος με τα μάτια του στις εφημερίδες. Μέχρι τρία σε κάθε Πρακτορείο έλεγε ο Νόμος. Πού πήγαν αυτά τα παλιοφρουτάκια; Ακόμη να έρθουν; Έμαθε πως μία μέρα, κάποια ανεξάρτητη αρχή, η ΕΕΕΠ, ΕΕΠΠ πώς διάολο την έλεγαν, έδινε στην εταιρία το δικαίωμα να μην τα βάλει τα φρουτάκια στα Πρακτορεία της, αλλά να φτιάξει άλλους ξεχωριστούς γι’ αυτά χώρους. «Και τα έξοδα που εγώ έκανα διαβάζοντας το Νόμο»; Αναρωτήθηκε ο Κυρ Γιάννης της ιστορίας μας. «Πάλι εγώ θα είμαι το κορόιδο της ιστορίας;»

Αυτή τη φορά ο Κυρ Γιάννης τα πήρε χοντρά! Είχε κάνει τόσα έξοδα «για να προλάβει τις εξελίξεις», δεν μπορούσε να έρθει η ίδια η εταιρία για την οποία τόσα χρόνια δούλευε, να του κάνει τέτοιο… χουνέρι. Από την άλλη, τα κακά μαντάτα δεν σταμάταγαν.

Οκτώβρης, Νοέβρης του περασμένου χρόνου θα ήταν, όταν του ήρθε το νέο πως του μειώνεται το πλαφόν και πως πλέον έχει περιθώριο στο λάιβ στοίχημα περί τα 200 ευρώ. Δεν κρατήθηκε. Τότε ήταν αυτός που «έσκαγε τα μυστικά» στους φίλους του. Και σε άπταιστα… γαλλικά μάλιστα!!! «Τι θα κάνω εγώ τώρα με αυτό το πλαφόν; Τι να πω στον σπιτονοικοκύρη που θα έρθει σε λίγες ώρες να του δώσω το νοίκι; Πως δεν μπορώ να στο δώσω το νοίκι, γιατί η εταιρία μου μείωσε το πλαφόν; Πού ξέρει αυτός από πλαφόν… Αυτός τα χρήματά του θέλει».
«Μα τι τους έκανα και έπεσαν όλοι απάνω μου να με φάνε» αναρωτήθηκε ο Κυρ Γιάννης. Εγώ είχα στο νου μου χίλιες δύο προτάσεις να τους κάνω για να φτιάξουν τα παιχνίδια, να γίνουν ανταγωνιστικά. Ακόμη και για το δεκατριάρι στο ΠΡΟ – ΠΟ είχα να τους πω»! Και τα κακά μαντάτα εξακολουθούσαν να έρχονται. Μέχρι και φόρο σε κάθε στήλη που θα παιζόταν από εδώ και στο εξής στο μαγαζί του ετοίμαζαν οι φωστήρες απόφοιτοι των καλυτέρων διεθνών Πανεπιστημίων!
Ήταν Δευτέρα κι ο Κυρ Γιάννης, είχε τον καιρό να διαβάσει κι εφημερίδες το πρωί! Σε κάποια από αυτές διάβασε πως το κράτος χάνει 100 εκατομμύρια το χρόνο από το ότι δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη τα φρουτάκια! Και τα έριχνε η εφημερίδα στο κράτος που δεν είχε αφήσει την εταιρία να στήσει τα δικά της μαγαζιά να βάλει μέσα αυτά τα «παλιομηχανήματα»! Λες και ο Νόμος δεν λέει μέχρι τρία μηχανήματα στα Πρακτορεία. Λες και η εταιρία δεν έχει 4500 έτοιμα μαγαζιά, τα Πρακτορεία της, να βάλει μέσα αυτά τα παιχνίδια. «Τότε γιατί έκανα αυτά τα έξοδα για να προλάβω τις εξελίξεις»; Αναρωτήθηκε για μία ακόμη φορά ο κυρ Γιάννης. Στα ελληνικά αυτή τη φορά!
Δευτέρα απομεσήμερο και μέσα στη σκέψη όλων αυτών και μέσα στην ησυχία της ώρας, ο Κυρ Γιάννης «πρόλαβε» να αποκοιμηθεί στον πάγκο του…
Και πρόλαβε μάλιστα να δει κι ένα όνειρο! Μάλλον επηρεασμένος από τους πελάτες του που συνεχώς τον ρωτούσαν το Σαββατοκύριακο που πέρασε, αν έχει «κάνα σίγουρο» από το πρωτάθλημα της… Αιγύπτου, το οποίο πρόσφατα μπήκε στο… ανανεωμένο κουπόνι, είδε στο όνειρό του μία… καμήλα!!! Την είδε φορτωμένη, όπως φορτωμένος είναι κι αυτός τόσα χρόνια τώρα, με χίλιες δύο υποχρεώσεις!!! Και τη ρώτησε την καμήλα, πάντα στον ύπνο του ο Κυρ Γιάννης: «Τι σου αρέσει περισσότερο καμήλα μου; Η ανηφόρα ή η κατηφόρα;» Όμως η καμήλα δεν πρόλαβε να απαντήσει…
Κι αυτό γιατί ξαφνικά ξύπνησε ο Κυρ Γιάννης, πετάχτηκε όρθιος από τον πάγκο του και φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του, τρομάζοντας μάλιστα και το μοναδικό πελάτη που είχε εκείνη την ώρα στο μαγαζί του και κοιτούσε με αγωνία τις κληρώσεις του ΚΙΝΟ:
«Γιατί ρε παιδιά, χάθηκε το ισιάδι;».
 
Το άρθρο του “Τσιμπιδα” 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ